Τρίτη, 26 Σεπτεμβρίου 2017

Απομάκρυνση από την αίρεση και όχι από την Εκκλησία


stin-epoxi-panairesis-oikoumenismou-neas-taksis-620x450.jpg
Μωυσής Μοναχός εκ Πρεβέζης
Ο νύν Αρχιαιρεσιάρχης πατριάρχης όλων των εποχών έχει αρνηθεί τον Χριστό και την αλήθεια της πίστεως μας, αντιλέγοντας και παραβαίνοντας το λόγο του Κυρίου μας: «Έγώ είμαι η Οδός». Αφού στην βλάσφημη δήλωσή του στην Γενεύη το 1995 δήλωσε ότι όλες οι θρησκείες είναι οδοί σωτηρίας. Και μόνο γι αυτό είναι εκτός Εκκλησίας.
Η Εκκλησία είναι μία και μοναδική, διότι είναι το σώμα του ενός και μοναδικού Χριστού. Κολασ. 1,24.
Είναι ποτέ δυνατόν ο Χριστός όστις είναι η κεφαλή της Εκκλησίας να διασπασθεί από το σώμα του που είναι η Εκκλησία; Η Εκκλησία ποτέ δεν διασπάται ούτε διαιρείται, ούτε χωρίζεται «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν Αυτής» (Ματθ. 16, 18).
Ο Πατριάρχης έχει συλλειτουργήσει και συγκοινωνήσει στο εξωτερικό με τους αιρετικούς παπικούς.
Αρχής γενομένης από τον μασόνο πατριάρχη Αθηναγόρα, τον Δημήτριο και τώρα από τον Βαρθολομαίο, στην πρόθεση του Αγίου θυσιαστηρίου, μνημονεύεται ο πάπας. Άραγε υπάρχει ενότητα πίστεως με τους παπικούς, αφού στο Άγιο ποτήριο ενώνονται οι μερίδες των Ορθοδόξων με των αιρετικών παπικών. Δεν το ανακοινώνουν όμως, γιατί το ξεπούλημα της Ορθοδοξίας φυσικά δεν πρέπει να γίνει αντιληπτό από το λαό.
Ο πατριάρχης και όλοι όσοι τον μνημονεύουν έχουν πλανηθεί και μάλιστα αυτοί που γνωρίζουν ότι η μόνη οδός και αρχή της λύτρωσης από την αίρεση του Οικουμενισμού είναι η αποτείχιση. Και αφού δεν το κάνουν είναι υποκριτές και επομένως περισσότερο υπόλογοι στο Θεό.
Πρέπει να καταλάβει ο απλός λαός ότι η απομάκρυνση από τους αιρετικούς και από τους ναούς των αιρετικών, δεν είναι απομάκρυνση από την Εκκλησία.
Οι πιστοί δεν έχουν σαφώς καταλάβει, ότι ο όρος Εκκλησία δεν σημαίνει ναός. Άλλοι πάλι έχουν τη λαθεμένη άποψη ότι Εκκλησία είναι το ιερατείο και μάλιστα οι επίσκοποι.
Εκκλησία, σημαίνει το πλήρωμα της αλήθειας που έχει ως αρχή κεφαλή και σώμα τον Χριστό. Καθώς και η συνάθροιση των ορθοδόξων πιστών (κληρικών και λαϊκών), στο πλήρωμα αυτό της αλήθειας σε οποιοδήποτε χώρο ονομάζεται σε ευρύτερη έννοια, Εκκλησία. Μέλη αυτής της μοναδικής Εκκλησίας επί της γης είμαστε εμείς οι Ορθόδοξοι που ορθώς πιστεύουμε στον Τριαδικό Θεό.
Άλλο ναός και άλλο Εκκλησία. Μέσα στο ναό γίνεται η συνάθροιση όλων των Ορθοδόξων πιστών και μόνο, για να προσευχηθούμε και να λατρεύσουμε από κοινού, και εν τέλει να κοινωνήσουμε το σώμα και το αίμα του Κυρίου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας συνάθροισης πιστών προσευχομένων και μάλιστα σε οικία, που ονομάστηκε Εκκλησία, έχουμε στην Ιερουσαλήμ όταν ο Απόστολος Πέτρος ήταν φυλακισμένος. Αναφέρεται στις πράξεις των Αποστόλων: «προσευχή δε ήν εκτενής γινομένη υπό της Εκκλησίας προς τον Θεόν υπέρ αυτού». Πραξ. 12,5.
Στους διωγμούς δεν υπήρχαν ναοί αλλά υπήρχε η Εκκλησία. Στις κατακόμβες και σ΄ άλλα κρυφά μέρη τελούσαν το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας το οποίο συνιστά την Εκκλησία.
Όταν στους ναούς ο Θεός δεν λατρεύεται Ορθόδοξα και οι Ιερείς έχουν πέσει σε αίρεση, είτε συνταυτιζόμενοι με αυτήν, είτε αποδεχόμενοι αυτή (με την μνημόνευση) οι Ιεροί κανόνες των Αγίων Πατέρων μας λένε ότι πρέπει να φεύγουμε από αυτούς.
Όταν οι ποιμένες, μεταστρέφονται σε λύκους, παραβαίνοντας έστω και το παραμικρό από αυτά που παραλάβαμε ως Ιερά παρακαταθήκη από τον ίδιο τον Κύριο και από Οικουμενικές, αποστολικές και πανορθοδόξους Συνόδους, εάν δεν φύγουμε από αυτούς θα μολυνθούμε από τα αιρετικά φρονήματα τους.
Εάν ο Απόστολος Παύλος μας πιστοποιεί ότι «Οι κακές συναναστροφές φθείρουν τα χρηστά ήθη», πόσο μάλλον η Εκκλησιαστική κοινωνία με τους Οικουμενιστές θα επηρεάσει τον ορθό τρόπο σκέψης και συνάμα και την πνευματική μας πορεία.
Αυτήν την απομάκρυνση την επέβαλαν οι άγιοι μας για λόγους αγάπης προς αυτούς (τους αιρετικούς), και πίστεως, δηλαδή να μην αλλοιωθεί στο παραμικρό η Ορθοδοξία και το φρόνημά μας.
Εάν όλες οι θρησκείες σώζουν, γιατί τότε να έρθει ο Χριστός στην γη; Γιατί να γίνει άνθρωπος και να σταυρωθεί. Για τον Πατριάρχη λοιπόν, o χριστιανισμός είναι απλά μία θρησκεία, όπως όλες οι άλλες θρησκείες. Και ακόμη μνημονεύεται ημέρας και νυκτός ως ορθοτομών τον λόγον της αληθείας!
Η μνημόνευση όμως του Πατριάρχη στο Ιερό θυσιαστήριο από τους επισκόπους και των επισκόπων αυτών από τους Ιερείς δηλώνει την ταύτιση της πίστεως. Η πίστη όμως του Πατριάρχη δεν ήταν ποτέ Ορθόδοξη, αλλά Οικουμενιστική-αιρετική.
Λέει ο Απόστολος Παύλος στην προς Β΄ Κορινθίους, 6: «Μην κάνετε αταίριαστους δεσμούς με απίστους. Γιατί ποια σχέση μπορεί να έχει η δικαιοσύνη με την ανομία; Η τι κοινό υπάρχει ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι (οικουμενισμό); Ποια συμφωνία μπορεί να γίνει ανάμεσα στο Χριστό και στο διάβολο; Ή τι έχει να μοιράσει ο πιστός με τον άπιστο; Μπορεί να υπάρχουν στον ίδιο τόπο ο ναός του Θεού και ο ναός των ειδώλων (θα λέγαμε σήμερα των αιρετικών); Εσείς είστε ναός του αληθινού Θεού…….. φύγετε μακριά από αυτούς και ξεχωρίστε».
Δυσκολεύονται πολλοί πιστοί να φύγουν από τους κτιριακούς ναούς, από τους Ιερείς, από τους χώρους αυτούς που χρόνια πολλά είχαν κοινωνία. Όμως πρέπει να καταλάβουν ότι, σ΄αυτούς τους ναούς όπου οι ιερείς αποδέχονται τις αποφάσεις τις Κρήτης και τις αποφάσεις της Ιεραρχίας της «Εκκλησίας της Ελλάδος» ότι η σύνοδος της Κρήτης, καλώς αποφάνθηκε, υπάρχει αίρεσης.
Η απομάκρυνσής αυτή είναι επιβεβλημένη και για τον εξής λόγο. Πως θα υγιάνει και πάλι η Ορθοδοξία εάν κάποιοι δεν αντισταθούν ομολογώντας και με λόγια και με έργα. Από ποιους θα γίνει νέα αληθινή πανορθόδοξος ή Οικουμενική Σύνοδος αναθεματίζοντας την ψευτοσύνοδο της Κρήτης εάν κάποιοι δεν απομακρυνθούν, ομολογώντας, θυσιάζοντας και την ζωή τους εάν χρειαστεί, όπως κάνανε και οι άγιοι μας Ομολογητές που δεν εκκλησιάζονταν σε αιρετικούς ναούς.
Δυστυχώς οι σημερινοί χριστιανοί δεν είναι ευσυνείδητα μέλη, δεν έχουν Αγιογραφική κατάρτιση και ορθοπραξία, συνοδοιπορουμένη πάντοτε με την μετάνοια, όπως σε παλαιότερες εποχές. Απόδειξη αυτής της διαπιστώσεως είναι ότι δεν αντιλαμβάνονται την αίρεση του Οικουμενισμού και ποιοι είναι «οι Ποιμένες τους»!
Εκκλησία υπάρχει και χωρίς Επίσκοπο, όταν δεν υπάρχει Ορθόδοξος Επίσκοπος σε ένα τόπο. Και σήμερα αναζητούμε έστω και ένα. Η Εκκλησία των ουρανών θα αποτελείται μόνο από: «το άθροισμα των Αγίων το εξ΄ορθής πίστεως και πολιτείας αρίστης συγκεκροτημένον» κατά τον Άγιο Ισίδωρο Πηλουσιώτη. Η Εκκλησία βρίσκεται εκεί που υπάρχει η αλήθεια και όχι εκεί που υπάρχει ο αιρετικός Επίσκοπος. «Δεν ανήκουν στην Εκκλησία του Χριστού όσοι δεν βρίσκονται στην αλήθεια» κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά.
Σε εποχή αιρέσεως όπως σήμερα, η ομολογία της πίστεως είναι ανώτερη από τον Εκκλησιασμό ακόμα και από την Θεία Κοινωνία, όταν αποφασίσουμε για χάρη της αλήθειας να απομακρυνθούμε από τους Οικουμενιστές ή και να διωχθούμε.
Είναι προτιμότερο αν δεν υπάρχει ναός με Ορθόδοξο (αποτειχισμένο) Ιερέα που δεν μνημονεύει τον τοπικό Επίσκοπο, να παραμείνει καθείς στο σπίτι του, προσευχόμενος κατ΄ ιδίαν.
Η Εκκλησιαστική ιστορία επί εποχών αιρέσεων μας μαρτυρεί ότι οι ενιστάμενοι, αποτειχιζόμενοι απείχαν πολλά χρόνια από τους αιρετικούς ναούς, ενίοτε και από τη Θεία Κοινωνία. Το μαρτυρούν τα πολλά παραδείγματα επί αιρέσεως της εικονομαχίας. Και μάλιστα σε κατωτέρου μορφή αιρέσεως από την σημερινή.
Χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα μη εκκλησιασμού του λαού, φυσικά εξ΄ ανάγκης, η κομμουνιστική Ρωσία.
Ο καρδιογνώστης Θεός δίνει Χάρη σ΄αυτούς που απομακρύνονται από τους ναούς των οικουμενιστών, ομολογώντας έμπρακτα, σύμφωνα με τις μαρτυρίες αυτών που το έχουν κάνει. Αφού η φυγή απ΄αυτούς γίνεται για τον ίδιον το Θεό. Πως λοιπόν ο Θεός δεν θα ανταποδώσει;
Το σημαντικότερο είναι ότι παραμένουμε μέσα στην ακρίβεια της Ορθοδοξίας και συνεπώς στην Εκκλησία και ας χάνουμε τους ναούς τα μοναστήρια τα αδέρφια μας, τα πάντα.
Έχουμε αμέτρητα παραδείγματα από το παρελθόν όπου οι Άγιοί μας είτε ομολογητές, είτε ασκητές δεν κοινωνούσαν σε ναούς για δεκαετίες, όπως ήταν ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Άγιος Μάξιμος ο Γραικός (26 χρόνια), ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης κ.ά. Αφού για πολλά έτη ήταν φυλακισμένοι. Σε ποιους ναούς κοινωνούσαν οι πρώτοι μεγάλοι ασκητές της ερήμου, Άγιος Παύλος ο Θηβαίος, Άγιος Ονούφριος, Άγιος Μάρκος ο Ασκητής, μα και αυτή η Αγία Μαρία η Αιγυπτία; Η Αγία Μαρία κοινώνησε μία φορά στη ζωή της, στην έρημο του Ιορδάνου, λίγο πριν κοιμηθεί.
Σε εποχή αιρέσεως δεν μας χαριτώνει ο Εκκλησιασμός, αλλά η ομολογία εφαρμοσμένη, με την απομάκρυνση από ναούς αιρετικών από την πρώτη μάλιστα στιγμή που οι ιερείς τους κηρύττουν ή συμμετέχουν στην αίρεση με την μνημόνευση του αιρετικού Επισκόπου.
Ο Κύριος δέχεται κάθε ομολογία από το ένα έως το δέκα. Το δέκα (μαρτύριο) όμως το βάζει στα δεξιά Του. Γιατί η αληθινή ομολογία πάντοτε στοιχίζει.
Χάριν της ειρηνικής συνυπάρξεως, οι «Ορθόδοξοι»-Οικουμενιστές στις διαθρησκειακές συναντήσεις δεν ομολογούν το Χριστό. Ανέχονται, έτσι, να κατατάσσεται η Εκκλησία στις μονοθεϊστικές θρησκείες μαζί με τον Ιουδαϊσμό και τον Μωαμεθανισμό. Αλλά είναι θεμελιώδης διδασκαλία της Κ. Διαθήκης και των Αγίων Πατέρων ότι είναι άθεος ο μη πιστεύων εις Θεόν Τρισυπόστατον και εις τον σαρκωθέντα Λόγον του Θεού.
Μετά την ψευτοσύνοδο της Κρήτης η διοικούσα Εκκλησία της Ελλάδος αποδεχόμενη τις αποφάσεις της, ως Άγιοπνευματικές, με την ανακοίνωση της Ιεραρχίας της, και του καθ΄ολοκληρίαν ψευδούς και απατηλού κειμένου «προς τον Λαό», έχει εκπέσει από την Ορθότητα της Πίστεως μας. Είναι πλέον αιρετική. Έχει αποσχισθεί αιρετικά από την Εκκλησία των Αποστόλων.
Ακολουθούμε την Οδό των Αγίων μας Ομολογητών στην διαχρονική πορεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, κάνοντας ανυπακοή και αποτειχιζόμενοι από την αίρεση και τα πρόσωπα που εκπροσωπούν και στηρίζουν στις μέρες μας την αίρεση του Οικουμενισμού. Και το νόμιμο δικαίωμα της αποτείχισης, μας το παρέχουν κανόνες της Εκκλησίας μας.
Αυτοί που μας πολεμούν και μας εκδιώκουν δεν στηρίζουν πουθενά τις φληναφείες τους. Κατά αυτούς είμαστε οι σχισματικοί, ναι, αλλά στο δικό τους το σχίσμα που αυτοί εισήγαγαν μέσω της μασονίας που κρατά καλά τα ινία της Οικουμενιστικής Κρατούσης Εκκλησίας πλέον.
Δεν μας το επιτρέπει η συνείδησή μας να σιωπούμε, αφού η σιωπή ως τρίτο είδος αθεΐας λογίζεται κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά.
Υπάρχουν αμέτρητα παραδείγματα των Αγίων μας, που κατοχυρώνουν όσα ανέφερα, στο βιβλίο «οι ληστές της Θείας διδασκαλίας, Β΄» του Ιωάννου Ρίζου.