Του Αρχιμ. Γρηγορίου, Καθηγουμένου της Ι. Μ. Δοχειαρίου
Ὁ Κῶστος εἶναι ἕνα πανέμορφο χωριὸ τῆς Πάρου. Στέκεται σὰν στέμμα στὴν κορυφὴ ἑνὸς λοφίσκου. Εἶναι τὸ μόνο χωριὸ ποὺ ἡ ἐκκλησιά του καὶ τὰ σπίτια του ἔχουν τὴν ἴδια ἀρχιτεκτονική. Μὲ πετρίτσες εἶναι δομημένο ὅλο τὸ χωριὸ καὶ ἡ ἐκκλησιὰ τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος.
Τὰ γύρω χωριὰ εἶχαν νὰ λένε γιὰ τὴν ἀφέλεια, ἁπλότητα καὶ ἀγαθότητα τῶν κατοίκων αὐτοῦ τοῦ οἰκισμοῦ. Ὅταν εἶδαν πὼς ὅλα τὰ παραλιακὰ χωριὰ ἔχουν καρνάγια καὶ καΐκια, ἔβαλαν στὸν νοῦ τους νὰ σκαλίσουν μία πέτρα, ποὺ πήγαινε νὰ σχηματίση καράβι. Ἄρχισαν μέρα-νύχτα νὰ σμιλεύουν τὸν βράχο, νὰ τοῦ δώσουν μορφὴ καραβιοῦ, μὲ σκοπό, ὅταν τὸ τελειώσουν, νὰ τὸ ρίξουν στὴν θάλασσα. Περνοῦσαν τὰ χρόνια καὶ ἔψαχναν τρόπους νὰ καθελκύσουν τὸν κάραβο τοῦ Κώστου, ὅπως τὸν ὠνομάτισαν, προτοῦ ἀκόμα γίνη πλεούμενο.
Πέρασαν αἰῶνες καὶ χρόνια, κι ὁ πέτρινος κάραβος ἔμενε στὴν θέση του. Καὶ τοὺς ρωτοῦσαν τὰ γύρω χωριά: Γίνεται ἡ πέτρα καράβι; Μά, ὁ πόθος τους ὁ μεγάλος, νά ᾽χουν κι αὐτοὶ ναυτιλιακὴ δύναμη, ποτὲ δὲν τοὺς ἄφησε νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν προσπάθεια αὐτήν. Ἔτσι, ἐδῶ καὶ λίγο καιρό, μὲ ἕνα παλληκάρι ποὺ εἰσῆλθε στὴν πολιτική, ἀρχίζοντας ἀπὸ δήμαρχος τῆς Πάρου, ἀναζωπυρώθηκε πάλι ἡ ἰδέα τοῦ κάραβου τοῦ Κώστου. Ὁ μπρατσωμένος πολιτικὸς ἄρχισε σιγά-σιγὰ νὰ καθέλκη τὸν κάραβο. Τίς οἶδε ὅμως ἀπὸ ποιὸ καρνάγιο θὰ τὸν καθέλξη στὴν θάλασσα καὶ σὲ ποιὰ πελάγη θὰ τὸν ἀρμενίση; Ἤδη στὴν πρώτη του προσπάθεια ἀπέτυχε παταγωδῶς, γιατὶ δὲν εἶχε τὴν διάκριση νὰ διαχωρίση τὴν οἰκογένεια ἀπὸ τὴν πολιτική. Δὲν εἶναι ἡ πολιτικὴ ὑπεράνω ὅλων. Ἡ οἰκογένεια δίνει νόημα καὶ περιεχόμενο σὲ ὅλες τὶς προσπάθειές μας. Ἔμεινε ἄζυγος καὶ σκόρπισε τὰ παιδιά του, ὅπως ὁ κοῦκος τῆς ἄνοιξης. (Σὲ μιὰ συνάντηση ποὺ εἶχα μὲ τὸν πεθερό του, ποὺ τὸν εἶδα πολὺ ἀγαθό, τοῦ εἶπα «Βγάλε, μπάρμπα, τὰ κάστανα μέσα ἀπὸ τὴν φωτιὰ προτοῦ καοῦνε» καὶ μοῦ ἀπήντησε «Ἡ αὐστηρή σου καλογερικὴ βλέπει παντοῦ κάστανα ἀναμμένα».) Καὶ ὁ ἀντιδήμαρχός του ἐξαιτίας του ναυάγησε κι αὐτὸς καὶ ψάχνεται μὲ μιὰ σκάφη νὰ μαζέψη τὰ ἐναπομείναντα συντρίμια τῆς οἰκογένειάς του. «Δὲν θέλω -ὁμολογεῖ- οὔτε στὸν δρόμο νὰ τὸν συναντήσω ξανά.» Οἱ δὲ Παριανοί, ὅπου καὶ νὰ βρίσκωνται, δὲν μποροῦν νὰ σηκώσουν καυχηματικὸ κεφάλι γιὰ τὸν δήμαρχο τῆς Πάρου καὶ μετέπειτα ὑπουργό. Ἄλλωστε, ὡς δήμαρχος οὐδὲν ἐποίησε. Πουθενὰ δὲν ἀναγράφεται ἡ βοήθεια ποὺ ἔδωσε στὸν τόπο αὐτόν.
Παρ᾽ ὅλα αὐτά, ἄρχισε καὶ δεύτερη καθέλκυση. Εἰσῆλθε μέσα στὴν δίνη τῶν ἀθέων βουλευτῶν καὶ ὑπουργῶν καὶ γιὰ ὅ,τι ἔφτιαξε ἀπὸ νόμους καὶ κανονισμοὺς ψάχνουν οἱ γνωστοί του ἀπὸ ποῦ κατεβαίνει κι ἀπὸ ποῦ ἀνεβαίνει, γιὰ νὰ τὸν μουτζώξουνε. Κανένας δὲν λέγει «Θεὸς σ᾽χωρέστον», γιὰ τοὺς θεσμοὺς ποὺ ἐθέσπισε στὸν τόπο μας. Ὅλοι μᾶς κατηγοροῦν: «Ὁ πατριώτης σου μᾶς ἔφερε ἐδῶ ποὺ μᾶς ἔφερε». Τοῦ καταλογίζουν μεγάλη εὐθύνη γιὰ τὸν νόμο Καποδίστρια. Διέλυσε τοὺς μικροὺς δήμους καὶ κοινότητες. Σχεδὸν ἀφανίστηκαν τελείως. Κυριολεκτικὰ τοὺς ἔθαψε. Ἔμειναν χωρὶς σχολεῖο, χωρὶς ἐκκλησιὰ καὶ ἄρχοντα. Συμφορὰ μεγάλη τοὺς βρῆκε. Ἀγκάθια καὶ τριβόλια φύτρωσαν στὸν τόπο τους. Οἱ καλλιέργειες καὶ ἡ κτηνοτροφία ἀπενεκρώθησαν. Καμμιὰ βιοτεχνία δὲν λειτουργεῖ. Ἀκόμη καὶ τὰ κρόμμυα καὶ τὰ σκόρδα ἀπὸ τὰ σοῦπερ-μάρκετ ἀγοράζονται. Μοσχομυρισμένος βασιλικὸς δὲν φυτρώνει στὶς αὐλές. Σαχάρα ἐπεκτείνεται ἀπ᾽ ἄκρου εἰς ἄκρον. Κάποια συναπαντήματα τοὺς ἔμειναν καὶ γιορτάζουν κάπου καὶ ποῦ.
Ποιός δὲν ἀναστενάζει καὶ δὲν βαρυγκομεῖ γιὰ τὴν ἐγκατάλειψη καὶ τὴν ἐξαχρείωση τῶν μικρῶν χωρίων; Ἤμαστε ποὺ ἤμαστε ἐγκαταλελειμμένοι, τώρα ἀφανιστήκαμε τελείως.
– Ποῦ μένετε; Ποιό εἶναι τὸ χωριό σας;
– Πίσω ἀπὸ τὸν Θεό -εἶπε ἕνας παπᾶς στὸν νομάρχη Μεσολογγίου.
Ἄλλος ἕνας νὰ ἔρθη σὰν κι αὐτόν, καὶ τὰ λεγόμενα μεγαλοχώρια θὰ ἀφανιστοῦνε. Ποῦ θὰ βρῆς βρύση νὰ πιῆς νερὸ καὶ καφενεδάκι ν᾽ ἀκουμπήσης; Ποῦ νὰ δῆς φῶς σὲ δρόμο καὶ σὲ καντούνι; Παντοῦ σκοτεινιά. Πουθενὰ δὲν φέγγει. Πουθενὰ δὲν φαίνεται ἄνθρωπος νὰ περπατᾶ. Μὰ τί γίνεται; Ἐδῶ περπατοῦσαν ζῶα, ἀκούγονταν κουδούνια, σφυρίγματα ἀπὸ βοσκούς, κελάρυζαν πηγὲς ποὺ δρόσιζαν τοὺς τόπους καὶ ξεδιψοῦσαν ἄγρια κτήνη μετὰ αἰγῶν καὶ προβάτων… Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔβλεπες, τὰ ἀπολάμβανες καὶ τὰ χαιρόσουνα καὶ τώρα… μήτε καμπάνα χτυπάει στὸ χωριὸ μηδὲ ἀρβύλα ἠχεῖ στὰ λιθόστρωτα καὶ στὰ πλακόστρωτα.
Ἄχου, γλυκό μου ὄμορφο χωριό, ποιός σὲ κακομελέτησε; Ποιός σὲ ποδοπάτησε; Ποιός σὲ ἐξαφάνισε; Ποιός διέγραψε τὸ ὄνομά σου; Ποιός σὲ διέγραψε ἀπὸ τὴν μνήμη του; Θὰ χαθῆ ἡ μνήμη σου; Δὲν θὰ σ᾽ ἀγκαλιάζη ἡ γῆ; Αὐτὸς ποὺ ἐργάστηκε γιὰ τὴν ἐξαφάνισή σου ἀπὸ ποιά μεγαλόπολη προερχότανε; Στὴν φρουτιέρα τῆς δημιουργίας γλυκὸ φροῦτο ἤσουνα κι ἂς ἤσουνα μικρό. Τώρα, οὔτε μάννα κλαίει στὸ μνῆμα, οὔτε στοὺς δρόμους τραγουδάει τὰ μεγαλεῖα σου, τὴν ὀμορφιά σου, τὴν συντροφικότητά σου.
Σπουδαία ἐπιτυχία αὐτὴ τοῦ ὀνομαστοῦ Ραγκούση ἀπὸ τὸν Κῶστο τῆς Πάρου.
Καὶ τώρα, πληροφοροῦμαι πὼς ἀναβαθμίζεται καὶ προχωρεῖ γιὰ ἀρχηγία τοῦ κόμματος καὶ ἐπεδόθηκε νὰ βάλη σὰν πρῶτο σκαλὶ τὴν παραμέριση τοῦ κλήρου. Συλλήβδην τοὺς ἀποκαλεῖ ἀκόλαστους καὶ διεστραμμένους. Καὶ κατέρχονται στὴν μνήμη μου μνῆμες ἁγίων ἀνδρῶν, ποὺ διακόνησαν τὸν τόπο μας, ὁσίων Γερόντων καὶ θεοφιλῶν ἐπισκόπων. Ποῦ γνώρισε ὁ μεγάλος αὐτὸς ἄρχοντας στὸν τόπο μας διεστραμμένους καὶ ἀνώμαλους; Ἀπὸ τὰ παλιά-παλιὰ τὰ χρόνια μέχρι καὶ σήμερα κρατήθηκε καὶ ἀναβαθμίστηκε ὁ τόπος μας ἀπὸ ἁγίους ἀνθρώπους. Ὅταν κανεὶς ψάχνη τὸ καλὸ ἢ τὸ κακό, περιφέρει πρῶτα τὸ μάτι του καὶ τὸν λογισμό του στὴν αὐλή του καὶ τὴν γειτονιά του. Ἀλήθεια, κ.Ραγκούση, δὲν ἐνθυμεῖσαι τὸν παπα-Χρῆστο τοῦ Κώστου μὲ τὸ μπαστουνάκι του στὶς λιτανεῖες καὶ στὶς λειτουργίες στὰ ἐξωκλήσια τοῦ χωριοῦ; Ποῦ στὸ νησί μας συνάντησες ξεπεσμένους κληρικοὺς καὶ ἀρχίζεις νὰ ἐλεεινολογῆς τὸ τιμημένο ράσο; Τὸ τριβώνιο τῶν Λογγοβαρδιτῶν Γερόντων, ἀπὸ τὸν Κύριλλο Παπαδόπουλο, μέχρι τὸν Χρυσόστομο Πῆχο, καὶ ἀπὸ τὸν μητροπολίτη Ἀμβρόσιο Ἀντωνόπουλο μέχρι τὸν σημερινὸ ἐπίσκοπο Παροναξίας Καλλίνικο, ἔχουν μαρτυρία Χριστοῦ καὶ οὐχὶ μπελεγρίνων.
Μπῆκες στὴν δίνη τῶν ἀπίστων καὶ ξενέρισες σὰν τὸ κῆτος. Τίποτα δὲν ἀνέλαβες καὶ τὸ ράσο ξανεμίζεις; Οἱ πρόγονοί σου ἔτσι ἐφέροντο στὴν Ἐκκλησία; Ὁ δημοσιογράφος καὶ ὁ κάθε δημοσιογράφος δὲν γράφει Εὐαγγέλιο· ἐφημερίδα δίνει στὸν κόσμο νὰ διαβάση, ποὺ σημαίνει αὐτὸ ποὺ γράφει σήμερα δὲν ἰσχύει καὶ αὔριο.
Συμπατριώτη, ρίξε ἀπὸ πάνω σου τὴν βρωμιὰ τοῦ κόσμου, ἂν θέλης νὰ βοηθήσης καὶ νὰ μοσχομυρίσης τὸν τόπο τὸν ἅγιο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο προέρχεσαι. Ἡ γλῶσσα, ποὺ κόκκαλα δὲν ἔχει καὶ κόκκαλα τσακίζει, πολὺ γρήγορα θὰ ἐμπέση στὶς παγίδες τῶν δαιμόνων καὶ πολὺ γρήγορα θὰ γίνης ἀπαίσιος καὶ βλεπόμενος. Ἂν ταξιδεύη τὸ πέτρινο καράβι τοῦ Κώστου, ἄλλο τόσο θὰ μπορέσης κι ἐσὺ νὰ ταξιδέψης στὴν πολιτικὴ χωρὶς νὰ ρημάξης τὸν κόσμο. Καὶ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ στὶς δύσκολες ὧρες δὲν καταπιάνεται ἀπὸ τὴν γρεβάντα τοῦ πολιτικοῦ, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ράσο τοῦ παπᾶ. Θυμήσου τοὺς ἀγῶνες τοῦ γέροντα Φιλοθέου Ζερβάκου, γιὰ νὰ περισώση ἀπὸ τὴν σφαγὴ τὰ ἀδίκως καταδικασθέντα ὑπὸ τῶν Γερμανῶν παλληκάρια.
Δὲν εἶναι ἡ Ἑλλάδα ἕνα ἀπόμερο μέρος καὶ ἀπόκεντρο, ὅπως εἶναι τὸ χωριό σου. Εἶναι ἡ γωνιὰ τοῦ κόσμου, ποὺ ἀπ᾽ ὅπου καὶ νὰ χτυπήση τὸ τουφέκι, ἐδῶ θὰ σκάση. Δὲν ἐπιτρέπεται σὲ Αἰγαιοπελαγίτη νὰ καθυβρίζη τὸ ράσο. Τὸ Ἀρχιπέλαγος Καρατζαφέρηδες δὲν μᾶς ἔδωσε ποτέ. Μᾶς ἔδωσε πιστούς, ταπεινοὺς καὶ ἁπλοὺς ἀνθρώπους. Τρώγοντες κρεμμύδι καὶ ἐλιά, μεγαλούργησαν. Ἔτσι, ὅποιος περιδιαβαίνει τὰ νησιὰ αὐτὰ καὶ ἔχει τὴν καρδιὰ ἐκλεπτυσμένη, δὲν τὸν ἀφήνει ἡ καρδιά του ν᾽ ἀφήση κάτω τὸν φακὸ καὶ νὰ σταματήση νὰ παίρνη εἰκόνες γιὰ νὰ τὶς προβάλη στὸν τόπο του.
Τὴν ἰσιάδα περπάτησε καὶ μὴ καταπολεμῆς τῶν προγόνων μας τὰ στηρίγματα. Ἀπὸ δωδεκαετὴς ταξιδεύω στοῦ τόπου μας τὰ μέρη καὶ δὲν ἀπέθεσα στὴν καρδιά μου τίποτα τὸ ἄσχημο ἀπὸ τὸ ράσο, γιὰ νὰ τὸ στηλιτεύω σήμερα. Σκέπασε μὲ τὴν χλαμύδα ὡς ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος καὶ δὲν θὰ ἔχης μπουρδουκλώματα στὴν ζωή σου. Ἀμήν.