ΤΟ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΣ ΠΑΡΑΜΕΡΙΣΜΑ
Ὡς ἄνθρωπος τῆς ὑπαίθρου καὶ τῶν θαλασσοδαρμένων νησιῶν, ἔπρεπε νὰ σπουδάσω τοὺς καιρούς, ὄχι ἁπλὰ νὰ τοὺς μάθω. Ἡ κυβέρνησή σου ταξίδεψε μὲ μπάτη. Σιγά-σιγὰ ὅμως ἔγινε μαϊστράλι καὶ τώρα μαΐστρος μὲ τὰ μάγγανα, ποὺ ξερριζώνει τὰ κλαδιὰ καὶ ἐκσφενδονίζει πέτρες, καὶ ἀπὸ τὴν στεριὰ καὶ ἀπὸ τὴν θάλασσα.
Τὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς ὁ ραγιᾶς τραγουδοῦσε: «Μέριασε, βράχε, νὰ διαβῶ». Μὲ αὐτὸ τὸ μικρὸ τραγουδάκι, ποὺ τὸ ἔλεγε ἄλλοτε ψιθυριστὰ καὶ ἄλλοτε δυνατά, ἀναγνώριζε ὅτι οἱ κρατοῦντες ἦταν βράχος. Ἀλλὰ κι ἐγώ, ὁ ραγιᾶς, εἶμαι φουρνέλο, κι ἂς μὴ φαίνωμαι. Αἰσθάνομαι κι ἐγὼ τὴν ρώμη τῶν δυνάμεών μου. Δὲν μπορῶ νὰ σὲ ἀφανίσω, ἀλλὰ μπορῶ νὰ σὲ μεριάσω, γι᾽ αὐτὸ σοῦ λέω «μέριασε», δὲν σοῦ λέω «ἐξαφανίσου». Δὲν σοῦ συνιστῶ, λοιπόν, οὔτε νὰ πέσης οὔτε νὰ παραιτηθῆς, ἀλλὰ νὰ παραμερίσης μὲ ἀξιοπρέπεια καὶ τιμή.
Ἀνέβηκες σὲ μιὰ πίστα καὶ χορεύεις, ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν μπορεῖς νὰ παρακολουθήσης τὰ ὄργανα καὶ μπερδεύονται τὰ βήματά σου. Δὲν μπορεῖς νὰ ἀκούσης τὴν θλιμμένη σήμερα φωνὴ τοῦ κότσυφα, ποὺ λέγει: «Θέλω τὸν Σταυρὸ στοὺς τρούλλους, στὰ καμπαναριὰ τῶν ἐκκλησιῶν, στὰ ἱστία τῶν καραβιῶν καὶ στὸν ἱστὸ τῆς σημαίας. Τὴν μπάλα ποὺ μοῦ ἔβαλες δὲν μπορῶ νὰ τὴν σιγουρευτῶ, ἐνῶ τὰ σκέλη τοῦ σταυροῦ χρόνια τὰ ἔχω βῆμα καὶ τραγουδῶ καὶ ἀνακοινώνω τῆς ἄνοιξης τὶς ὀμορφιὲς καὶ τοῦ χειμῶνα τὶς κακοκαιριές». Ὅποιος τόλμησε στὴν ἱστορία νὰ ρίξη τὸν Σταυρό, τοῦ ᾽ρθε ἡ μπάλα στὸ κεφάλι. Ὄχι τὰ σύμβολα τῆς πίστεως καὶ τοῦ Γένους μας ἀφανισμένα καὶ ἀλογάριαστα ἀπὸ τοὺς κρατοῦντες. Ὄχι οἱ ἀνακοινώσεις τῆς λατρείας ἀπὸ τοὺς κράχτες τῶν τηλεοπτικῶν καναλιῶν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν παρηγορήτρα καμπάνα. (Βρέθηκα σὲ νοσηλευτήριο τοῦ Βερολίνου. Ἡ μόνη μου παρηγοριὰ ἤτανε κάθε βράδυ ὁ ἦχος μιᾶς καμπάνας, ἴσως ἀπὸ κάποιο μοναστήρι.) Κυριολεκτικὰ δαπανᾶσθε νὰ ὑψώσετε μιναρέδες σ᾽ αὐτὸν τὸν τόπο τὸν ἅγιο καὶ ἀφήνετε τὰ μνημεῖα τοῦ Ἔθνους, τοῦ Γένους καὶ τῆς Ἐκκλησίας νὰ γκρεμίζωνται.
Ἀπόσυρε τὰ θρησκευτικὰ ποὺ διδάσκονται σήμερα τὰ παιδιὰ στὰ σχολεῖα. Δὲν μιλᾶνε αὐτὰ γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ γιὰ τὰ βδελύγματα τῶν ἐθνῶν. Ἀναπιάνεται τὸ προζύμι χωρὶς νερό; Στὰ χέρια κολλᾶ καὶ τὸ δέρμα βγάζει. Νυμφεύσου στὴν ἐκκλησία, ὅπως καὶ οἱ πρόγονοί σου. Βάπτισε τὰ παιδιά σου, ὅπως βαπτίστηκες κι ἐσύ. Συμμάζεψε κάθε ὑβριστὴ τῆς πίστεως. Ἡ Ἑλλάδα θεμελιώθηκε πάνω στὴν ἀρχὴ τῆς θεοκρατίας. Πρέπει κάθε μέρα νὰ ἀναπλάθεται καὶ νὰ φρεσκάρεται τὸ φύραμά της. Ἂν εἶσαι χριστιανὸς καὶ παρασύρθηκες σὲ ὅσα ἔπραξες μέχρι τώρα, μετανόησε. Ἂν συνειδητὰ δὲν πιστεύεις, παραμέρισε.
Δὲν σὲ γνωρίζω, οὔτε τὸ κάλλος τοῦ προσώπου σου εἶδα ποτέ. Καὶ δὲν θέλω νὰ συναντηθοῦμε, γιατὶ δὲν εἶμαι ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος νὰ σοῦ ἀλλάξω πορεία. Σὲ βλέπω ποὺ τρέχεις σὰν τὸν εἰδωλολάτρη παπᾶ ποὺ ξυλοκόπησε τὸν μοναχό, καὶ τὰ χρόνια τῆς κυβέρνησής σου στριφογυρίζεις τὸ ραβδί σου στὸν ἀέρα. Οὔτε τὸ ραβδί σου θέλω νὰ πάρω οὔτε ἐσένα νὰ πιάσω. Ἀλλὰ ἡ ὀρθόδοξη Ἑλλάδα δὲν διαθέτει τέτοιον ἄνεμο, νὰ ἀνεμίζη ὁ κάθε ἄπιστος καὶ εἰδωλολάτρης τὴν βέργα ποὺ κρατάει στὰ χέρια του. Θέλεις νὰ ἔρθης καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ στριφογυρίσης τὸ ραβδί σου. Ἀλλὰ θὰ περπατήσης τόσο μόνος, ὅσο ἡ ἐλαφίνα στ᾽ ἀπόσκια τῶν βουνῶν. Ὁ τόπος θὰ σὲ δεχθῆ; Ἀλλὰ οἱ μοναχοί, μόλις σὲ δοῦνε, θὰ σὲ πάρουνε γιὰ παγωμένο μαΐστρο καὶ θ᾽ ἀρχίσουν νὰ φτερνίζωνται.
Ἀπόσυρε τοὺς νόμους ποὺ κατέβασαν τὸν Σταυρό, ποὺ σταμάτησαν τὶς προσευχὲς στὰ σχολεῖα. Ὁ Τοῦρκος, μὲ τὸν ὁποῖο καυκαλίζεσαι, τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα γονατίζει στὸν θεό του, καὶ τὸ ὀρθόδοξο σχολειὸ θὰ συνάγεται στὶς αἴθουσες ὅπως τὰ μοσχάρια στὰ βοσκοτόπια; Ὅσο ὁ Τοῦρκος μᾶς βάζει χέρι, τόσο ἐμεῖς πρέπει νὰ τοῦ πατᾶμε πόδι. Δὲν μπορεῖς; Μέριασε. Μόνος σου ὡδήγησες τὸν ἑαυτό σου στὸ φρύδι τοῦ βουνοῦ. Προτοῦ πέσης, μέριασε.
Ἡ Ἑλλάδα πρέπει νὰ ἀναπνέη Χριστὸ καὶ ὄχι τὴν μπόχα τῆς βενζίνης καὶ τοῦ καμένου λαδιοῦ. Ὁ Θεὸς σ᾽ αὐτὴν τὴν χώρα ἔδωσε πλούσια τὰ ἀγαθὰ γιὰ τὰ δῶρα τῆς λατρείας· τὸ σιτάρι, τὸ λάδι καὶ τὸ κρασί. Δὲν μᾶς τά ᾽δωσε γιὰ νὰ τὰ τρῶμε στὰ μπαράκια καὶ νὰ τὰ ρουφοῦμε στὰ ποτήρια, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἱερουργοῦμε τὸ ἱλαστήριο μυστήριο.
Μὴ καταργῆς τὴν Κυριακή. Πολλοὶ ἔδωσαν τὸ αἷμα τους, γιὰ νὰ μείνη αὐτὴ ἡ ἡμέρα «τοῦ Κυρίου». Καὶ μὴ φέρνης στὸ προσκήνιο τὸ Σάββατο. Μὴν ἀμνηστεύης τὴν μοιχεία καὶ ὅλες τὶς ἄλλες παραμέτρους τῆς ἁμαρτίας αὐτῆς. Μὴ θεσπίζης τὰ ζευγαρώματα ποὺ δὲν κάνουν οὔτε τὰ ζῶα, γιατὶ ὁ Θεὸς τὰ κατέκαυσε. Ἄναψες φωτιὲς ποὺ καῖνε ὄχι μόνον τὰ ξερά, ἀλλὰ καὶ τὰ χλωρά. Μὲ αὐτοὺς τοὺς νόμους σάρωσες τὴν οἰκογένεια καὶ τὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ κοινωνία. Δὲν σὲ θεωρῶ κούσουλο, γιὰ νὰ σὲ φυσήξω νὰ παραμερίσης, ἀλλὰ ἄνδρα σπουδαῖο, μὲ δυνάμεις ὅμως καταστρεπτικές. Πληροφοροῦμαι ὅτι δόγμα θὰ ἐξέλθη ἀπὸ τὴν βουλή σας, ποὺ θὰ δηλώνη ὁ ἄνθρωπος τὸ φύλο του στὰ δεκαπέντε του χρόνια. Δηλαδή, μέχρι δεκαπέντε ἐτῶν θὰ ψάχνωμαι, γιὰ νὰ προσδιορίσω τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς ποὺ λέγεται «ἐπιθυμητικόν». Αὐτὸ εἶναι ἐπέμβαση τοῦ ἀνθρώπου στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δὲν θὰ ὑπνώση· θὰ ἐξεγερθῆ καὶ δὲν θὰ βρεθῆ ὁ οἶκος σου εἰς τὸν αἰῶνα. Μετὰ ἀπὸ ἕνα τέτοιο νόμο, ἡ Ἑλλάδα θὰ γίνη κρανίου τόπος. Μὴ παλεύης τὸν Ἰσραήλ, μὴ τὰ βάζης μὲ τὸν Ἰσχυρό, μὴ καθυβρίζης τὸν Δημιουργό. Ἐμεῖς ποὺ ἐμακρύναμε ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ φυγαδευθήκαμε στὶς ἐρήμους, ζοῦμε μέσα στὸν κόσμο περισσότερο ἀπὸ σένα ποὺ ζῆς στὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας. Βδελυκτὰ καὶ παράνομα πράγματα κατεργάζεσαι. Ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἐλευθερία του, κι ἐσὺ νομοθέτησες τὴν σκλαβιὰ στὴν ζωή του. Ὁ σκλαβωμένος στὰ πάθη του δὲν εἶναι ἐλεύθερος. Συλλογίσου τα αὐτὰ καὶ παραμέρισε.
Ἄφησε τὶς τόλμες τὶς ἄτολμες. Ἄφησε τοὺς ἀνδρισμούς, ἀφοῦ ἔγινες γυναίκα. Εἴτε πιστεύεις εἴτε δὲν πιστεύεις, εἶσαι ἀπόγονος τοῦ Ἀδάμ, καὶ ἐσὺ καὶ τὸ σινάφι σου, καὶ ὑπάρχει κρίση καὶ ἀνταπόδοση. Φρενάρισε, γιατὶ σκούνταψες καὶ δὲν ὑπάρχει κανένας νὰ σοῦ φέξη, σὲ λίγο θὰ στερῆσαι καὶ δὲν θὰ ἔχης τὸν ἐλεοῦντα. Μὲ αὐτὸν τὸν νόμο κορυφώνεις τὸ κακό, σταματᾶς τὰ καυχήματα τῶν γονιῶν, τοὺς βάζεις στὴν ἀμφισβήτηση ἂν ἀναθρέφουν ἄνδρα ἢ γυναίκα, σταματᾶς τὸ νανούρισμα τῆς μάννας. Τί θὰ λέη ὅταν κουνάη τὸ παιδί της; «Παιδούλα μου» ἢ «Ἀγόρι μου»; Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις κλίνει πρὸς τὸ κακό. Ἂν τὸ κατοχυρώσης καὶ μὲ νόμο, τότε ἦρθε ἡ ἐποχὴ νὰ ψάχνουμε «ὁ διάβολος θηλυκὸς εἶναι ἢ ἀρσενικός;» Ἡ ἱστορία τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων τέτοια φοβερὴ ἀπόκλιση δὲν εἶχε ποτέ. Ὄχι τὸ Ὄρος δὲν πρέπει νὰ σὲ δέχεται, ἀλλ᾽ οὔτε ἡ μάννα ποὺ σὲ γέννησε. Ἡ φουρτούνα ποὺ σήκωσες αὐτὴ θὰ σὲ πνίξη. Μέριασε.
Χριστιανοί, μὴ θροῆσθε. Δὲν θὰ μείνουμε μόνοι μας. Θὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν σκιὰ τοῦ θανάτου καὶ θὰ κοιτασθοῦμε κάτω ἀπὸ εὐσκιόφυλλα δένδρα. Ἐμεῖς, οἱ βαπτισθέντες καὶ Θεὸν ὁμολογοῦντες, λέμε:
Ἐξεγέρθητι, Κύριε, ἐν τῇ δυνάμει σου καὶ σῶσον πάντας ἡμᾶς ἀπὸ τὰ ἔθνη τὰ φρυαττόμενα. Κύριε τῶν δυνάμεων, τὸ παρασόλι σου ζητοῦμε, τὸ ἀλεξίβροχό σου. Οὔτε σταγόνα βροχῆς νὰ μὴ μᾶς εὕρη ἀπὸ τὴν καταιγίδα τοῦ ΣΥΡΙΖΑ. Ἄστραψε καὶ βρόντηξε καὶ σκόρπισε τὰ φρυάγματα τῶν ἐθνῶν καὶ διάλυσε τὶς βουλὲς τῶν ἀσεβῶν.
Συντηρητικοὺς μᾶς λέτε. Τὸ Ὄρος εἶναι συντηρητικό, ἀλλὰ μὲ διάκριση. Οὔτε νεοζηλωτὲς εἴμαστε οὔτε φανατικοὶ φονταμενταλιστές. Ἁπλῶς διακρίνουμε ποιὰ πράγματα χρειάζονται συντήρηση καὶ ποιὰ πέταμα. Ἐσεῖς βάζετε τὰ σάπια πράγματα στὴν συντήρηση; Ἐμεῖς τὰ θεωροῦμε θανατικὰ καὶ γιὰ τὰ ζῶα μας ἀκόμη καὶ λέμε «θάψτε τα· ἂν τὰ φᾶνε, θὰ ψοφήσουν». Θαφτῆτε μόνοι σας, γιατὶ βρωμᾶτε πτωμαΐνη. Ἡ μοσχοβολιὰ τοῦ φθινοπώρου δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερνικήση τὴν δυσοσμία σας. Σὲ τοποθέτησαν νὰ ἀροτριᾶς τὴν γῆ καὶ ὄχι νὰ τὴν καταστρέφης. Παραμέρισε.
Τὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς ὁ ραγιᾶς τραγουδοῦσε: «Μέριασε, βράχε, νὰ διαβῶ». Μὲ αὐτὸ τὸ μικρὸ τραγουδάκι, ποὺ τὸ ἔλεγε ἄλλοτε ψιθυριστὰ καὶ ἄλλοτε δυνατά, ἀναγνώριζε ὅτι οἱ κρατοῦντες ἦταν βράχος. Ἀλλὰ κι ἐγώ, ὁ ραγιᾶς, εἶμαι φουρνέλο, κι ἂς μὴ φαίνωμαι. Αἰσθάνομαι κι ἐγὼ τὴν ρώμη τῶν δυνάμεών μου. Δὲν μπορῶ νὰ σὲ ἀφανίσω, ἀλλὰ μπορῶ νὰ σὲ μεριάσω, γι᾽ αὐτὸ σοῦ λέω «μέριασε», δὲν σοῦ λέω «ἐξαφανίσου». Δὲν σοῦ συνιστῶ, λοιπόν, οὔτε νὰ πέσης οὔτε νὰ παραιτηθῆς, ἀλλὰ νὰ παραμερίσης μὲ ἀξιοπρέπεια καὶ τιμή.
Ἀνέβηκες σὲ μιὰ πίστα καὶ χορεύεις, ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν μπορεῖς νὰ παρακολουθήσης τὰ ὄργανα καὶ μπερδεύονται τὰ βήματά σου. Δὲν μπορεῖς νὰ ἀκούσης τὴν θλιμμένη σήμερα φωνὴ τοῦ κότσυφα, ποὺ λέγει: «Θέλω τὸν Σταυρὸ στοὺς τρούλλους, στὰ καμπαναριὰ τῶν ἐκκλησιῶν, στὰ ἱστία τῶν καραβιῶν καὶ στὸν ἱστὸ τῆς σημαίας. Τὴν μπάλα ποὺ μοῦ ἔβαλες δὲν μπορῶ νὰ τὴν σιγουρευτῶ, ἐνῶ τὰ σκέλη τοῦ σταυροῦ χρόνια τὰ ἔχω βῆμα καὶ τραγουδῶ καὶ ἀνακοινώνω τῆς ἄνοιξης τὶς ὀμορφιὲς καὶ τοῦ χειμῶνα τὶς κακοκαιριές». Ὅποιος τόλμησε στὴν ἱστορία νὰ ρίξη τὸν Σταυρό, τοῦ ᾽ρθε ἡ μπάλα στὸ κεφάλι. Ὄχι τὰ σύμβολα τῆς πίστεως καὶ τοῦ Γένους μας ἀφανισμένα καὶ ἀλογάριαστα ἀπὸ τοὺς κρατοῦντες. Ὄχι οἱ ἀνακοινώσεις τῆς λατρείας ἀπὸ τοὺς κράχτες τῶν τηλεοπτικῶν καναλιῶν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν παρηγορήτρα καμπάνα. (Βρέθηκα σὲ νοσηλευτήριο τοῦ Βερολίνου. Ἡ μόνη μου παρηγοριὰ ἤτανε κάθε βράδυ ὁ ἦχος μιᾶς καμπάνας, ἴσως ἀπὸ κάποιο μοναστήρι.) Κυριολεκτικὰ δαπανᾶσθε νὰ ὑψώσετε μιναρέδες σ᾽ αὐτὸν τὸν τόπο τὸν ἅγιο καὶ ἀφήνετε τὰ μνημεῖα τοῦ Ἔθνους, τοῦ Γένους καὶ τῆς Ἐκκλησίας νὰ γκρεμίζωνται.
Ἀπόσυρε τὰ θρησκευτικὰ ποὺ διδάσκονται σήμερα τὰ παιδιὰ στὰ σχολεῖα. Δὲν μιλᾶνε αὐτὰ γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ γιὰ τὰ βδελύγματα τῶν ἐθνῶν. Ἀναπιάνεται τὸ προζύμι χωρὶς νερό; Στὰ χέρια κολλᾶ καὶ τὸ δέρμα βγάζει. Νυμφεύσου στὴν ἐκκλησία, ὅπως καὶ οἱ πρόγονοί σου. Βάπτισε τὰ παιδιά σου, ὅπως βαπτίστηκες κι ἐσύ. Συμμάζεψε κάθε ὑβριστὴ τῆς πίστεως. Ἡ Ἑλλάδα θεμελιώθηκε πάνω στὴν ἀρχὴ τῆς θεοκρατίας. Πρέπει κάθε μέρα νὰ ἀναπλάθεται καὶ νὰ φρεσκάρεται τὸ φύραμά της. Ἂν εἶσαι χριστιανὸς καὶ παρασύρθηκες σὲ ὅσα ἔπραξες μέχρι τώρα, μετανόησε. Ἂν συνειδητὰ δὲν πιστεύεις, παραμέρισε.
Δὲν σὲ γνωρίζω, οὔτε τὸ κάλλος τοῦ προσώπου σου εἶδα ποτέ. Καὶ δὲν θέλω νὰ συναντηθοῦμε, γιατὶ δὲν εἶμαι ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος νὰ σοῦ ἀλλάξω πορεία. Σὲ βλέπω ποὺ τρέχεις σὰν τὸν εἰδωλολάτρη παπᾶ ποὺ ξυλοκόπησε τὸν μοναχό, καὶ τὰ χρόνια τῆς κυβέρνησής σου στριφογυρίζεις τὸ ραβδί σου στὸν ἀέρα. Οὔτε τὸ ραβδί σου θέλω νὰ πάρω οὔτε ἐσένα νὰ πιάσω. Ἀλλὰ ἡ ὀρθόδοξη Ἑλλάδα δὲν διαθέτει τέτοιον ἄνεμο, νὰ ἀνεμίζη ὁ κάθε ἄπιστος καὶ εἰδωλολάτρης τὴν βέργα ποὺ κρατάει στὰ χέρια του. Θέλεις νὰ ἔρθης καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ στριφογυρίσης τὸ ραβδί σου. Ἀλλὰ θὰ περπατήσης τόσο μόνος, ὅσο ἡ ἐλαφίνα στ᾽ ἀπόσκια τῶν βουνῶν. Ὁ τόπος θὰ σὲ δεχθῆ; Ἀλλὰ οἱ μοναχοί, μόλις σὲ δοῦνε, θὰ σὲ πάρουνε γιὰ παγωμένο μαΐστρο καὶ θ᾽ ἀρχίσουν νὰ φτερνίζωνται.
Ἀπόσυρε τοὺς νόμους ποὺ κατέβασαν τὸν Σταυρό, ποὺ σταμάτησαν τὶς προσευχὲς στὰ σχολεῖα. Ὁ Τοῦρκος, μὲ τὸν ὁποῖο καυκαλίζεσαι, τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα γονατίζει στὸν θεό του, καὶ τὸ ὀρθόδοξο σχολειὸ θὰ συνάγεται στὶς αἴθουσες ὅπως τὰ μοσχάρια στὰ βοσκοτόπια; Ὅσο ὁ Τοῦρκος μᾶς βάζει χέρι, τόσο ἐμεῖς πρέπει νὰ τοῦ πατᾶμε πόδι. Δὲν μπορεῖς; Μέριασε. Μόνος σου ὡδήγησες τὸν ἑαυτό σου στὸ φρύδι τοῦ βουνοῦ. Προτοῦ πέσης, μέριασε.
Ἡ Ἑλλάδα πρέπει νὰ ἀναπνέη Χριστὸ καὶ ὄχι τὴν μπόχα τῆς βενζίνης καὶ τοῦ καμένου λαδιοῦ. Ὁ Θεὸς σ᾽ αὐτὴν τὴν χώρα ἔδωσε πλούσια τὰ ἀγαθὰ γιὰ τὰ δῶρα τῆς λατρείας· τὸ σιτάρι, τὸ λάδι καὶ τὸ κρασί. Δὲν μᾶς τά ᾽δωσε γιὰ νὰ τὰ τρῶμε στὰ μπαράκια καὶ νὰ τὰ ρουφοῦμε στὰ ποτήρια, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἱερουργοῦμε τὸ ἱλαστήριο μυστήριο.
Μὴ καταργῆς τὴν Κυριακή. Πολλοὶ ἔδωσαν τὸ αἷμα τους, γιὰ νὰ μείνη αὐτὴ ἡ ἡμέρα «τοῦ Κυρίου». Καὶ μὴ φέρνης στὸ προσκήνιο τὸ Σάββατο. Μὴν ἀμνηστεύης τὴν μοιχεία καὶ ὅλες τὶς ἄλλες παραμέτρους τῆς ἁμαρτίας αὐτῆς. Μὴ θεσπίζης τὰ ζευγαρώματα ποὺ δὲν κάνουν οὔτε τὰ ζῶα, γιατὶ ὁ Θεὸς τὰ κατέκαυσε. Ἄναψες φωτιὲς ποὺ καῖνε ὄχι μόνον τὰ ξερά, ἀλλὰ καὶ τὰ χλωρά. Μὲ αὐτοὺς τοὺς νόμους σάρωσες τὴν οἰκογένεια καὶ τὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ κοινωνία. Δὲν σὲ θεωρῶ κούσουλο, γιὰ νὰ σὲ φυσήξω νὰ παραμερίσης, ἀλλὰ ἄνδρα σπουδαῖο, μὲ δυνάμεις ὅμως καταστρεπτικές. Πληροφοροῦμαι ὅτι δόγμα θὰ ἐξέλθη ἀπὸ τὴν βουλή σας, ποὺ θὰ δηλώνη ὁ ἄνθρωπος τὸ φύλο του στὰ δεκαπέντε του χρόνια. Δηλαδή, μέχρι δεκαπέντε ἐτῶν θὰ ψάχνωμαι, γιὰ νὰ προσδιορίσω τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς ποὺ λέγεται «ἐπιθυμητικόν». Αὐτὸ εἶναι ἐπέμβαση τοῦ ἀνθρώπου στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δὲν θὰ ὑπνώση· θὰ ἐξεγερθῆ καὶ δὲν θὰ βρεθῆ ὁ οἶκος σου εἰς τὸν αἰῶνα. Μετὰ ἀπὸ ἕνα τέτοιο νόμο, ἡ Ἑλλάδα θὰ γίνη κρανίου τόπος. Μὴ παλεύης τὸν Ἰσραήλ, μὴ τὰ βάζης μὲ τὸν Ἰσχυρό, μὴ καθυβρίζης τὸν Δημιουργό. Ἐμεῖς ποὺ ἐμακρύναμε ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ φυγαδευθήκαμε στὶς ἐρήμους, ζοῦμε μέσα στὸν κόσμο περισσότερο ἀπὸ σένα ποὺ ζῆς στὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας. Βδελυκτὰ καὶ παράνομα πράγματα κατεργάζεσαι. Ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἐλευθερία του, κι ἐσὺ νομοθέτησες τὴν σκλαβιὰ στὴν ζωή του. Ὁ σκλαβωμένος στὰ πάθη του δὲν εἶναι ἐλεύθερος. Συλλογίσου τα αὐτὰ καὶ παραμέρισε.
Ἄφησε τὶς τόλμες τὶς ἄτολμες. Ἄφησε τοὺς ἀνδρισμούς, ἀφοῦ ἔγινες γυναίκα. Εἴτε πιστεύεις εἴτε δὲν πιστεύεις, εἶσαι ἀπόγονος τοῦ Ἀδάμ, καὶ ἐσὺ καὶ τὸ σινάφι σου, καὶ ὑπάρχει κρίση καὶ ἀνταπόδοση. Φρενάρισε, γιατὶ σκούνταψες καὶ δὲν ὑπάρχει κανένας νὰ σοῦ φέξη, σὲ λίγο θὰ στερῆσαι καὶ δὲν θὰ ἔχης τὸν ἐλεοῦντα. Μὲ αὐτὸν τὸν νόμο κορυφώνεις τὸ κακό, σταματᾶς τὰ καυχήματα τῶν γονιῶν, τοὺς βάζεις στὴν ἀμφισβήτηση ἂν ἀναθρέφουν ἄνδρα ἢ γυναίκα, σταματᾶς τὸ νανούρισμα τῆς μάννας. Τί θὰ λέη ὅταν κουνάη τὸ παιδί της; «Παιδούλα μου» ἢ «Ἀγόρι μου»; Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις κλίνει πρὸς τὸ κακό. Ἂν τὸ κατοχυρώσης καὶ μὲ νόμο, τότε ἦρθε ἡ ἐποχὴ νὰ ψάχνουμε «ὁ διάβολος θηλυκὸς εἶναι ἢ ἀρσενικός;» Ἡ ἱστορία τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων τέτοια φοβερὴ ἀπόκλιση δὲν εἶχε ποτέ. Ὄχι τὸ Ὄρος δὲν πρέπει νὰ σὲ δέχεται, ἀλλ᾽ οὔτε ἡ μάννα ποὺ σὲ γέννησε. Ἡ φουρτούνα ποὺ σήκωσες αὐτὴ θὰ σὲ πνίξη. Μέριασε.
Χριστιανοί, μὴ θροῆσθε. Δὲν θὰ μείνουμε μόνοι μας. Θὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν σκιὰ τοῦ θανάτου καὶ θὰ κοιτασθοῦμε κάτω ἀπὸ εὐσκιόφυλλα δένδρα. Ἐμεῖς, οἱ βαπτισθέντες καὶ Θεὸν ὁμολογοῦντες, λέμε:
Ἐξεγέρθητι, Κύριε, ἐν τῇ δυνάμει σου καὶ σῶσον πάντας ἡμᾶς ἀπὸ τὰ ἔθνη τὰ φρυαττόμενα. Κύριε τῶν δυνάμεων, τὸ παρασόλι σου ζητοῦμε, τὸ ἀλεξίβροχό σου. Οὔτε σταγόνα βροχῆς νὰ μὴ μᾶς εὕρη ἀπὸ τὴν καταιγίδα τοῦ ΣΥΡΙΖΑ. Ἄστραψε καὶ βρόντηξε καὶ σκόρπισε τὰ φρυάγματα τῶν ἐθνῶν καὶ διάλυσε τὶς βουλὲς τῶν ἀσεβῶν.
Συντηρητικοὺς μᾶς λέτε. Τὸ Ὄρος εἶναι συντηρητικό, ἀλλὰ μὲ διάκριση. Οὔτε νεοζηλωτὲς εἴμαστε οὔτε φανατικοὶ φονταμενταλιστές. Ἁπλῶς διακρίνουμε ποιὰ πράγματα χρειάζονται συντήρηση καὶ ποιὰ πέταμα. Ἐσεῖς βάζετε τὰ σάπια πράγματα στὴν συντήρηση; Ἐμεῖς τὰ θεωροῦμε θανατικὰ καὶ γιὰ τὰ ζῶα μας ἀκόμη καὶ λέμε «θάψτε τα· ἂν τὰ φᾶνε, θὰ ψοφήσουν». Θαφτῆτε μόνοι σας, γιατὶ βρωμᾶτε πτωμαΐνη. Ἡ μοσχοβολιὰ τοῦ φθινοπώρου δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερνικήση τὴν δυσοσμία σας. Σὲ τοποθέτησαν νὰ ἀροτριᾶς τὴν γῆ καὶ ὄχι νὰ τὴν καταστρέφης. Παραμέρισε.
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης