Την χρονιά που πήγε στο Στόμιο αποφάσισε να κάνη την ανακομιδή των Λειψάνων του οσίου Αρσενίου.
Εἶχαν περάσει περισσότερα ἀπὸ τριάντα χρόνια καὶ ἀκόμη ἦταν θαμμένος στὸ κοιμητήρι τῆς Κερκύρας. Ἄφησε τὴν φροντίδα τοῦ Μοναστηριοῦ στὸν ἀδελφό του Ραφαὴλ καὶ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1958 πῆγε στὴν Κέρκυρα. Ἐκεῖ ἀναζήτησε τὸν παλαιὸ φίλο καὶ συστρατιώτη του Παντελῆ Τζέκο. Τὸν βρῆκε στὸ ἐργοστάσιο ὅπου ἐργαζόταν. Ὁ κ. Παντελὴς δὲν τὸν γνώρισε καὶ σκυμμένος στὸ γραφεῖο του τὸν ρώτησε: «Πάτερ τί θέλετε;». Ὁ Γέροντας δὲν μιλοῦσε. «Θέλετε νὰ σᾶς ἐξυπηρετήσω σὲ τίποτε;», τὸν ρώτησε πάλι. «Σὲ τοῦτο», τοῦ εἶπε καὶ ἔδειξε τὰ δυό του μεγάλα δάχτυλα. Τότε τὸν ἀναγνώρισε καὶ γεμάτος χαρὰ καὶ συγκίνηση, ποὺ ἀπρόσμενα ἔβλεπε τὸν φίλο καὶ σωτήρα του, τὸν ἀγκάλιασε καὶ τὸν φιλοῦσε.
Στὸ σπίτι εἶπε στὴν μητέρα του καὶ τὴν σύζυγό του νὰ ἑτοιμάσουν πλούσιο τραπέζι καὶ παρακαλοῦσε τὸν Γέροντα νὰ τοῦ κάνη τὴν χάρη νὰ μείνη.
- Ἀφοῦ ἐγὼ θὰ σοῦ κάνω αὐτὴ τὴν χάρη, νὰ μοῦ κάνης καὶ σὺ μία χάρη…
- Ὅσες θέλεις.
Τοῦ ζήτησε νὰ φάη μόνο χόρτα, στὰ ὁποῖα ἔριξε τρεῖς σταγόνες λάδι, καὶ δύο-τρεῖς ἐλιές. Τίποτε ἄλλο.
Κοιμήθηκαν στὸ ἴδιο δωμάτιο. Τρεῖς φορὲς κατὰ τὴ νύχτα, ἀφοῦ κοίταζε καὶ ἔβλεπε ἂν κοιμᾶται ὁ κ. Παντελὴς ὁ ὁποῖος ἔκανε ὅτι κοιμόταν, σηκώθηκε, γονάτισε… στὸ κρεββάτι καὶ προσευχόταν.
Τὸ πρωΐ ξεκίνησαν μὲ καταρακτώδη βροχὴ γιὰ τὸ κοιμητήρι. Λέγει ὁ Γέροντας στὸν κ. Παντελῆ: «Μὴ φοβᾶσαι στὸν δρόμο ποὺ πᾶμε θὰ σταματήσει ἡ βροχή». Σιγὰ-σιγὰ λιγόστευε ἡ βροχή, μέχρι ποὺ σταμάτησε τελείως.
Κατὰ τὴν ἀνακομιδὴ ἐπλενε ὁ Γέροντας τὰ ὀστᾶ μὲ κρασὶ καὶ νερό, τὰ τύλιγε ἐν συνεχείᾳ σὲ ἄσπρα κομμάτια ἀπὸ καθαρὸ σεντόνι καὶ τὰ ἔβαζε σὲ ἕνα μαῦρο κιβώτιο, ὅμοιο μὲ βαλίτσα. Βρῆκε καὶ τὴν πόρπη ἀπὸ τὴν ζώνη τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου. Κάποια στιγμὴ γλίστρησε καὶ ἔπεσε πάνω στὸν κ. Παντελῆ. Ἐκεῖνος στηρίχτηκε μὲ τὸ χέρι του στὸν τοῖχο*.
Ἐπειδὴ ὁ νεκροθάφτης διαμαρτυρόταν ποὺ πῆγαν τέτοια βροχερὴ ἡμέρα, ὁ Γέροντας, παρ΄ ὅλο ποὺ εἶχε πάρει ἄδεια ἀπὸ τὸν Δεσπότη, ἀπὸ εὐαισθησία λέγει στὸν κ. Παντελῆ: «Ἐπειδὴ στενοχωριέται ὁ ἄνθρωπος, ἂς μείνουν καὶ δυό-τρία ὀστᾶ καί, ὅταν θἄρθω τοῦ χρόνου, τὰ βγάζομε».
Μετὰ τὴν ἀνακομιδή, μία ἀκτίνα ἡλίου πέρασε ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ κυπαρίσσια καὶ φώτισε τὸν τάφο.
Ὅταν τελείωσαν, πῆγε καὶ ἔμεινε σὲ ξενοδοχεῖο. Δὲν θέλησε νὰ πάη μὲ τὰ Λείψανα στὸ σπίτι τοῦ κ. Παντελῆ, γιατί ἦταν νιόπαντρος, μήπως τὸ παρεξηγήσουν οἱ γυναῖκες. Τὸ πρωΐ ποὺ συναντήθηκαν, ὁ κ. Παντελὴς τὸν εἶδε ἀλλοιωμένο ἀπὸ τὴ θεία χάρι. Τοῦ ἔλεγε: «Πολὺ ὄμορφος εἶσαι σήμερα! Μὰ εἶσαι πραγματικὰ ὄμορφος».
Ὁ Γέροντας τοῦ διηγήθηκε τὰ ἑξῆς: «Νὰ σοῦ πῶ τί ἔπαθα χθὲς βράδυ. Πῆγα νὰ ἀνοίξω νὰ προσκυνήσω τὰ Λείψανα καὶ μία δύναμη μὲ πίεζε, γιὰ νὰ μὲ πνίξη. Καὶ κείνη τὴν ὥρα εἶπα: “Ἅγιε Ἀρσένιε, βοήθησε με”, καὶ ἀμέσως ἐλευθερώθηκα»**.
Ἐπέστρεψε χαρούμενος μὲ τὰ ἅγια Λείψανα στὴν Κόνιτσα καὶ διανυκτέρευσε στὸ σπίτι τῆς Καίτης Πατέρα. Ἐκεῖ τὰ τοποθέτησε κάτω ἀπὸ τὸ εἰκονοστάσι. Αὐτὴ ἄναψε τὸ καντήλι καὶ ὕστερα ἀσχολήθηκε μὲ τὶς δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ. Ἔβλεπε ὅμως στὸ δωμάτιο ποὺ ἦταν τὰ Λείψανα φῶς σὰν νὰ ἀστράφτη, καὶ νόμιζε ὅτι θὰ βρέξει. Βιαζόταν νὰ πάη νὰ πάρη ὀμπρέλα, γιατί τὴν ἑπομένη τὸ πρωΐ ἤθελε νὰ πάει στὴν κάτω Κόνιτσα νὰ λειτουργηθῆ. Ὁ Γέροντας προσπαθοῦσε νὰ τῆς ἐξηγήση ὅτι αὐτὲς οἱ «ἀστραπὲς» δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν οὐρανό, γιατί ἔξω ἦταν καλὸς καιρὸς καὶ εἶχε ἄστρα, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ ἅγια Λείψανα. «Ἦταν», κατὰ τὴν μαρτυρία της, «τὸ φῶς παράξενο σὰν νὰ ἄστραφτε, ὄχι ὅπως ἀναλάμπει».
* Αὐτὸ τὸ σημεῖο τοῦ τοίχου ἦταν γιὰ τὸν κ. Παντελῆ σημάδι. Ἀπὸ αὐτὸ θυμήθηκε μετὰ 37 χρόνια νὰ ὑποδείξη στὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Κερκύρας Τιμόθεο τὴν θέση τοῦ τάφου τοῦ ὁσίου Ἀρσενίου. Τότε, τὸ ἔτος 1995, στὶς 8 Αὐγούστου (ν. ἡ.), ἡμέρα Σάββατο, ἔγινε ἡ δεύτερη ἀνακομιδὴ καὶ βρέθηκε μέρος τοῦ δεξιοῦ ποδιοῦ μαζὶ μὲ τὰ δάχτυλα καὶ ἔξι σπόνδυλοι.
** Τὰ τῆς ἀνακομιδῆς προέρχονται ἀπὸ μαρτυρία τοῦ κ. Παντελῆ Τζέκου, νῦν μοναχοῦ Ἀρσενίου. Εἰδικὰ γιὰ τὸ τελευταῖο γεγονὸς ἀκριβέστερα βλ. στὸ βιβλίο τοῦ Γέροντα, Ἅγιος Ἀρσένιος, σ. 8-9.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἱερομονάχου Ἰσαάκ: «Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου» Ἅγιον Ὅρος,