Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ Ν. ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ
(ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΤΟΥ
«Ο καπετάν Μιχάλης» & «Ο τελευταίος πειρασμός»)
Ο ΠΡΟΔΟΤΗΣ ΣΤΕΦΑΝΩΝΕΤΑΙ
«Ει τις ου φιλεί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, ήτω ανάθεμα. μαράν αθά» (Α ' Κο 16,22)
«Ο Εβραίος μου λέγει πως ο Χριστός μου είνε μπάσταρδος και η Παναγία μου πόρνη, το άγιον Ευαγγέλιον λέγει πως το έγραψεν ο διάβολος. Τώρα έχω μάτια να βλέπω τον Εβραίον; Ένας άνθρωπος να με υβρίση, να φονεύση τον πατέρα μου, την μητέρα μου, τον αδελφόν και ύστερα το μάτι να μου βγάλη, έχω χρέος ωσάν χριστιανός να τον συγχωρήσω. Το δε να υβρίζη τον Χριστόν μου και την Παναγίαν μου, δεν θέλω να τον βλέπω»(Κοσμάς ο Αιτωλός • Δ' Διδαχή του ιερομάρτυρος)
Ο νέος Ιούδας στεφανώνεται
Εις την Αποκάλυψιν του ευαγγελιστού Ιωάννου υπάρχει προφητεία, κατά την οποίαν το εν τω κόσμω ηθικόν κακόν, η πλάνη και η αμαρτία, η υπό μορφήν πολυκεφάλου τέρατος εμφανιζόμενη, θα εξαπλώση τους πλοκάμους λίαν επικινδύνως, θα λάβη διαστάσεις τοιαύτας, ώστε θα έλθη εποχή, κατά την οποίαν το κακόν όχι μόνον θα λέγεται και θα πράττεται αναισχυντίας, αλλά και το χείριστον εξ όλων, ο λέγων την χυδαιοτέραν ύβριν και ο πράττων το φρικιαστικώτερον έγκλημα θα επαινείται, θα χειροκροτείται και θα στεφανώνεται δημοσία. Έκαστη κεφαλή του τέρατος θα φέρη διάδημα χρυσούν. Η κακία, δηλαδή, εστεμμένη, ο διάβολος θριαμβεύων (Ιδέ Απ 12,3).
Αδελφοί και πατέρες! Η εποχή αυτή έφθασε. Πλείστα γεγονότα των τελευταίων δεκαετηρίδων του παρόντος αιώνος του απατεώνος μαρτυρούν τούτο. Συχνά παριστάμεθα ακροαταί και θεαταί ανθρώπων, οι οποίοι σπεύδουν να συγχαρούν, να χειροκροτήσουν και να βραβεύσουν άθλια έργα άπιστων, που υποσκάπτουν το ηθικόν και θρησκευτικόν οικοδόμημα. Το σκότος καλείται φως και το φως σκότος. Ιδού και κεφαλή τις ασεβείας, έχουσα εν ασφαλεία την φωλεάν της εις την κυανήν ακτήν της Γαλλίας, εξακοντίζει εκείθεν τον φαρμακερόν σίελον και δηλητηριάζει ψυχάς και άφρονες υιοί και θυγατέρες της Ελλάδος αντί να λαμβάνουν μέτρα προφυλάξεως, επιθέτουν επί της κεφαλής αυτής στεφάνους. Και η κεφαλή υψώνεται περισσότερον και μεγαλαυχεί.
Αλλά τις η στεφανουμένη αύτη κεφαλή; Είνε ο εκ Κρήτης λογοτέχνης Ν. Καζαντζάκης. Αυτός ως άλλος Ιούδας προδίδει την Ορθόδοξον πίστιν. Την προδίδει και την καθυβρίζει δια των ασεβών δημοσιευμάτων του.
Το βιβλίον του Καζαντζάκη «Ο καπετάν Μιχάλης»
Εκ των δημοσιευμάτων του Ν. Καζαντζάκη λαμβάνομεν εδώ σήμερον εν και μόνον, το βιβλίον το υπό το τίτλον «Ο καπετάν Μιχάλης». Εξεδόθη εν Ελλάδι, ετυπώθη εις το τυπογραφείον του Αρ. Μαυρίδη τον Οκτώβριον του 1953, αποτελείται από 483 πυκνοτυπωμένας σελίδας και εκυκλοφόρησεν ευρέως εν Ελλάδι. Εις το βιβλίον αυτό ο συγγραφεύς ως μυθιστορηματογράφος πλάθει φανταστικά πρόσωπα και δι’ αυτών με τέχνην εκχύνει το δηλητήριον, που κρύπτει κάτω από τους οδόντας του ο φαρμακερός αυτός της απιστίας όφις. Ελίσσεται και επιτίθεται αγρίως κατά του Χριστιανισμού. Ουδέν δόγμα εξ όσων περιέχει το Σύμβολον της αμωμήτου ημών πίστεως αφήνει άθικτον. Το εχθρικόν κατά της Ορθοδόξου πίστεως πνεύμα του φαίνεται ποικιλοτρόπως εκδηλούμενον. Προκειμένου μεν περί θεμάτων, που ο συγγραφεύς αγαπά και εκτιμά υπέρ την αξίαν, που έχουν δια την ζωήν, η γραφίς του εκλέγει τας καλυτέρας των λέξεων, συσσωρεύει πλούτον επαινετικών επιθέτων, δια να τα δοξάση και να τα λαμπρύνη, αλλά προκειμένου περί του υψίστου θέματος, περί της θρησκείας, η γραφίς του αμέσως βυθίζεται εις δηλητήριον, εις πύον, εις βόρβορον και εκλέγει τας χυδαιοτέρας των λέξεων, δια να καθυβρίση και ατιμάση την θρησκείαν των πατέρων του, την θρησκείαν, εις την οποίαν και αυτός εβαπτίσθη.
Εντός αρωμάτων η Κρήτη ως φυσικός κόσμος, αλλ’ εντός βορβόρου η θεότης. Εκ του εσωτερικού του θησαυρού, εκ της διεφθαρμένης καρδίας του και της απίστου διανοίας του, εκ του υποσυνειδήτου, εκ του βυθού της υπάρξεώς του, ως εξ άλλων καταπακτών του άδου, εκπηδούν οι «ήρωές» του, τέρατα που πλάθει η νοσηρά φαντασία του και δι’ αυτών εξωτερικεύεται μεν ο εσωτερικός του κόσμος, αλλ’ αυτός κρύπτεται ως υποβολεύς θεάτρου, που ομιλεί, αλλ’ οι λόγοι του φέρονται δια του στόματος των επί σκηνής δρώντων ηθοποιών.
Εάν τις δι’ όσα μετ’ αναισχυντίας κατά της πίστεως λέγονται ήθελε διαμαρτυρηθή, ο Καζαντζάκης θα έχη πρόχειρον την απάντησιν «Λάθος κάμνετε. Δεν τα λέγω εγώ. Τα λέγουν οι ήρωές μου, τα τέρατά μου (καπετάν Μιχάλης, το Θρασάκι, ο Πολυξίγκης, ο Νουρήμπεης, η Εμινέ, ο Σήφακας...). Όπως ακριβώς συνέβη προ ετών, ότε άλλος τις συγγραφεύς, ομοίου προς τον Καζαντζάκην φυράματος, εκδώσας βιβλίον, χλευάζον τας βάσεις της χριστιανικής ηθικής, και ελεγχθείς απήντησεν ότι δεν τα λέγει αυτός, αλλά... το τέρας, όπερ εννοείται, είχε πλάσει ο ίδιος και το παρουσίαζε σκεπτόμενον, συναισθανόμενον και ενεργούν, ως ο Νίτσε έπλασε τον Ζαρατούστραν του και δι’ αυτού εξωτερικεύεται λέγων «Τάδε λέγει Ζαρατούστρας»... Αυτή είνε η νοοτροπία των απίστων και ανάνδρων συγγραφέων. Δια στόματος τεράτων ομιλούν και διαχέουν τα δηλητήρια και καυχώνται δια την τέχνην των. Αλλά, ω υποκριταί! Διατί κρύπτεσθε όπισθεν προσωπείων; Σας ερωτώμεν: Αυτά που λέγουν τα τέρατά σας τα παραδέχεσθε ή τα αποδοκιμάζετε; Απαντήσατέ μας με εν καθαρόν ναι ή όχι.
Αλλά δεν είναι ανάγκη να μας απαντήσετε. Διότι η δομή του έργου, η πλοκή, το πνεύμα που διαχέεται εις όλας τας σελίδας δίδουν την απάντησιν. Ουδεμίαν στενοχώριαν δι’ όσα ασεβή λέγουν τα τέρατά σας διακρίνεται. Οι αείμνηστοι ευσεβείς λογοτέχναι Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης αναφέροντες δηλώσεις απίστων και βλασφήμων, πενθούν και αναστενάζουν, ενώ εσείς; Νομίζει τις ότι ακούει τα χειροκροτήματά σας. Ουδεμία λύπη, ουδεμία σοβαρά απόπειρα, ίνα ανασκευασθούν αι ύβρεις. Τα τέρατά σας, ως λέοντες, βρυχώμενα και εξεμούντα κρουνούς ύβρεων κατά των ιερών και των θείων φαίνονται κυρίαρχα εις το πεδίον της λογοτεχνικής ταύτης μάχης. Ουδαμού παρουσιάζετε τα αντί-τέρατα, που να ενσαρκώνουν τας ουρανίας δυνάμεις και να πολεμούν τα τέρατα της ασεβείας και να τα νικούν κατά κράτος και ούτω να επέρχεται η κάθαρσις, ως εις τας αρχαίας τραγωδίας. Υποκριταί, που κρύπτεσθε μέσα εις τα λογοτεχνικά σας παιγνίδια! Δια μέσου ανθέων συρίζοντες όφεις. «Γεννήματα εχιδνών», πως θα εκφύγητε την οργήν του Κυρίου;
Οι ιδέες του βιβλίου του
Και επειδή δεν θέλομεν να νομισθώμεν ότι αδικούμεν τον συγγραφέα κρίνοντες αορίστως, θα παραθέσωμεν εκ του βιβλίου συγκεκριμένα στοιχεία, δια να ιδούν και να πεισθούν οι αναγνώσταί μας εις ποια βάθη περιφρονήσεως, εξυβρίσεως, διακωμωδήσεως, μυκτηρισμού, διασυρμού και ασεβείας κατέπεσε και κυλιέται ο δυστυχής και ότι προς τα βάθη αυτά ζητεί να παρασύρη και τους άλλους με την φήμην του μεγάλου συγγραφέως. Πολλοί ευσεβείς θα φρικιάσουν και θα μας είπουν ότι δεν θα έπρεπε να μεταφερθούν εις τας στήλας της «Σπίθας» τοιαύται ύβρεις, αλλά δυστυχώς το επιβάλλει πλέον η ανάγκη. Η ανάγκη να διαφωτισθή ο ευσεβής λαός περί του μεγέθους της ασεβείας και να χαρακτηρίση δεόντως την χειρονομίαν όλων εκείνων, οι οποίοι εν γνώσει των κακοηθεστάτων ύβρεων, που περιέχουν τα δημοσιεύματα του Καζαντζάκη, έσπευσαν να τον συγχαρούν.
Ας αρχίσωμεν με λύπην μεγάλην δια τον συγγραφέα και με ακόμη μεγαλυτέραν δι’ εκείνους, οι οποίοι τον συνεχάρησαν.
Περί του εν Τριάδι Θεού, τον οποίον πιστεύει όλος ο χριστιανικός κόσμος, εν τω υπό κρίσιν βιβλίω «Ο καπετάν Μιχάλης» δια του στόματος μιας Τουρκάλας πορνευομένης μετά χριστιανού λέγει· «Ώχου, κι’ εδώ θαρώ θα τα κάμω μούσκεμα! Ένας είναι και τρεις· πατέρας, γυιός και άγιο πνέμα. Ο Πατέρας είναι γέρος κοτσονάτος με άσπρα γένια κι έχει στα πόδια του κι ακουμπάει ένα σκαμνί από σύννεφα· ο Γυιός είναι ροδοκόκκινος, όμορφος ντεληκανής, με ξανθά μουστάκια σαν τα δικά σου και χωρίστρα μα δε φοράει φέσι• κρατάει στα χέρια του ένα τόπι» (Ιδέ σελ. 228).
Περί του Χριστού δια μεν του στόματος της ιδίας Τουρκάλας εκφράζεται ούτω· «Ο γυιός του Θεού· είπαμε, όμορφος ντεληκανής. Κατέβηκε στη γης και σταβρόθηκε για να σώσει, λέει, τους ανθρώπους. Τι έκαμαν; Τι του έκαμαν; Κάθου γύρεβε! Ένα είναι σίγουρο πως σταβρόθηκε, ας είναι καλά, και την τρίτη ημέρα αναστήθηκε και σκαρφάλοσε πάλι στον ουρανό... Καλά τα λέω;». Δια δε στόματος του κατηχητού της καπετάν Πολυξίγκη, θαυμάζοντος την αρίστην(!) αυτήν απάντησιν της υποψηφίας χριστιανής, ετοιμαζομένης δια το βάπτισμα, λέγει· «Καλά, λέει! Εσύ κάνεις για Μητροπολίτης, Εμινέ μου, να σε χαρώ. Ξύσε με λίγο στην γάμπα, ν’άχεις την εφκή μου... Το λοιπόν αναστήθηκε, ε; Μά τόπαμε, πούχες το νου σου; Αναστήθηκε μαθές και σκαρφάλοσε στον ουρανό, έτσι χωρίς σκοινί, χωρίς σκάλα, σαν μπεχλιβάνης, στον αέρα...» (Ιδέ σελ. 224). Δια δε της γλώσσης ενός Τούρκου Νουρή εκστομίζεται η χυδαιοτάτη βλασφημία κατά του Κυρίου• «Φτου στον Χριστό σου τον μπάσταρδο...» (Ιδέ σελ. 198).
Περί της Εκκλησίας, την οποίαν ίδρυσεν ο Θεάνθρωπος, ιδού πως ομιλεί όχι αυτός... αλλά το τέρας του, το Θρασάκι του, υιός και εγγονός οπλαρχηγών της Κρήτης, πλάσμα που δεν ημπορούσε ποτέ να πλάση η ευσέβεια των Κρητών, αλλά μόνον η απιστία και η αθεΐα του αιώνος μας... η αντίχριστος μανία των άθεων κομμουνιστών, οι οποίοι και εν τοις πράγμασι κατά τα πρώτα έτη της επικρατήσεώς των εν Ρωσία εφήρμοσαν το σχέδιον του Θρασάκι. Ποιον δε το σχέδιον; Δια της βίας ν’ απομακρύνουν την Κυριακήν εκ της Εκκλησίας όσους δεν κατώρθωσαν δια της διαβολής του αρχαίου δράκοντος να πείσουν ότι η θρησκεία είνε ένα παραμύθι και η Εκκλησία μία εκμετάλλευσις. Απέναντι της Εκκλησίας το Θρασάκι είχε τον σταύλον του και εκεί μέσα ωργίαζε αυτός και οι φίλοι του διακωμωδούντες την θείαν Λειτουργίαν. Ας παραθέσωμεν την περικοπήν αυτήν ως χαρακτηριστικήν του πνεύματος, με το οποίον είνε γραμμένον το βιβλίον· «Αλήθεια κάθε Κυριακή το Θρασάκι με τους φίλους του έκαναν αντίπραξη στην επίσημη εκκλησιά και λειτουργούσαν μέσα στο στάβλο του Κρασογιώργη. Πήγαιναν πρωί πρωί κι’ έπιαναν τα περάσματα κι’ έστεκαν καραούλι στην πόρτα του άη Μηνά και στις γύρα γωνιές κι όταν έβλεπαν έναν τους συμμαθητή να προβαίνει με τα κυριακάτικά του, με το καθαρό μαντηλάκι στο χέρι, με το μεταλίκι μέσα στο μαντηλάκι, για να πάρει από τον πάγκο το κερί, έπεφταν επάνω του και πότε με το καλό, πότε με το ζόρι, κάπου κάπου και με ξύλο, τον άρπαχναν και τον πήγαιναν στο στάβλο «έχουμε δικιά μας εκκλησιά, τούλεγαν, δεν ντρέπεσαι να πηγαίνεις στην ξένη;» (Ιδέ σελ. 261).
Αυτά γράφει ο Καζαντζάκης. Και ερωτώ ολόκληρον την μεγαλόνησον που εγέννησε ήρωας και μάρτυρας της Ορθοδόξου πίστεως. συνέβη ποτέ υιός Κρητός, πιστόν τέκνον της Εκκλησίας, να στέκεται απ’ έξω από τον ι. ναόν της ενορίας του και να εμποδίζη την προσέλευσιν των νέων εις την Εκκλησίαν; Ουδέποτε τοιούτον φαινόμενον είδεν η Κρήτη η πιστεύουσα εις τον Χριστόν. Θα ίδη όμως εις το μέλλον πολλά «Θρασάκια» να απομακρύνουν βιαίως εκ των ναών της Κρήτης τους πιστούς και με το κνούτον να τους οδηγούν εις τους σταύλους των οργίων και να μεταβάλλουν εις κέντρα διασκεδάσεως τους ναούς, θα ίδη, λέγομεν, τοιαύτα θεάματα πολλά η Κρήτη, εάν επικρατήσουν αι θεωρίαι του Καζαντζάκη, όστις δια των ανωτέρω εκφράζει τον μύχιον πόθον του άθεου να ίδη τους ναούς ερήμους εκκλησιάσματος και τους σταύλους πλήρεις δίποδων κτηνών.
Σημειωτέον ότι το «Θρασάκι» του είναι υιός του κυριοτέρου ήρωος του μυθιστορήματος, του καπετάν Μιχάλη, όστις ακούων από το παραθυράκι του σπιτιού του «τις φωνές» των οργιαζόντων εν τω σταύλω «ξεχώριζε την στερνή φωνή του γυιού του· Θα σάς σπάσω στο ξύλο» (Το διατί θα τους σπάσει στο ξύλο, το λέγει παραπάνω• «Την άλλην Κυριακή, όποιος από σάς δεν έρθει, θα τον σπάσω στο ξύλο, φώναζε το Θρασάκι»)· αφτό’ ταν πάντα το απολυτίκι κι η λειτουργιά (μέσα εις τον σταύλον) έπαιρνε τέλος και ο καπετάν Μιχάλης χαμογέλασε «Γειά σου, μωρέ Θρασάκι, έτσι σε θέλω, να δέρνεις, μουρμούρισε...» (Ιδέ σελ. 262).
Αυτά γράφει ο Καζαντζάκης. Και ερωτώ και πάλιν ολόκληρον την μεγαλόνησον από του ενός ακρωτηρίου μέχρι του άλλου· Υπάρχει πατέρας κρητικός, όστις πληροφορούμενος ότι ο υιός του κατά τοιούτον βέβηλον τρόπον ενήργησε τας πρωινάς ώρας της Κυριακής, θα ευφρανθή και θα συγχαρή τον υιόν του; Δεν υπήρξεν, ούτε υπάρχει επί της Κρήτης τοιούτος πατέρας αντίχριστος. Υπάρχει μόνον σήμερον εν τη φαντασία του Καζαντζάκη, θα υπάρξουν δε πολλοί εις το μέλλον, εάν το βιβλίον του, που εκθειάζει το «Θρασάκι», κατά προτροπήν «σοβαράς» εθνικόφρονος εφημερίδος των Αθηνών εισαχθή ως αναγνωστικόν εις τας τάξεις του Δημοτικού σχολείου (Ιδέ το ύπ’ αριθμ. 155 φύλλον της «Σπίθας»).
Με το «Θρασάκι» του διακωμωδεί την Εκκλησίαν. Αλλά και τι δεν διακωμωδεί ο περίφημος αυτός συγγραφεύς; Διακωμωδεί το μάθημα της ιεράς κατηχήσεως, την οποίαν αναλαμβάνει να κάμη προς την νεαράν Τουρκάλαν Εμινέ εκλέξας ως ώραν κατάλληλον την ώραν των αισχρών περιπτύξεων του Πολυξίγκη μετά της πόρνης ταύτης (Ιδέ σελ. 223-224). Διακωμωδεί το πρόσωπον της Υπεραγίας Θεοτόκου, της οποίας την εικόνα ζωγραφίζει ως αυτός θέλει (Ιδέ σελ. 88). Διακωμωδεί τα πρόσωπα των αγίων, ως βλέπομεν εις τας σελ. 297, 321, εις τας οποίας ο χριστιανός του(;) με μίαν απερίγραπτον αυθάδειαν απευθυνόμενος προς τον εικονιζόμενον άγιον Νικόλαον λέγει. «Το ακούς, άη Νικόλα; Μη μου σκαρώσεις πάλι καμμιά βρωμοδουλειά σαν και την άλλη φορά;».
Τέλος ο Καζαντζάκης κρημνίζει και τα δύο τελευταία άρθρα του Συμβόλου της πίστεως· «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών. Και ζωήν του μέλλοντος αιώνος. Αμήν». Διότι περί του ανθρώπου γράφων δεν παραδέχεται ότι έχει προορισμόν, ως τον διδάσκει η χριστιανική πίστις. Εν τη διανοήσει του ο άνθρωπος φέρεται ως πλοίον, που ευρίσκεται εν μέσω ζοφώδους πελάγους και δεν γνωρίζει που φέρεται. Εις ένα μακρόν διάλογον, που γίνεται γύρω από την κλίνην ενός γέροντος οπλαρχηγού βαδίζοντος προς τον θάνατον και διερωτώντος εαυτόν «τι έστιν άνθρωπος», φαίνεται όλη η απιστία του. Δια των τεράτων του, που ομιλούν όλα το εν κατόπιν του άλλου, ακούονται όλαι αι φωναί της απιστίας, κυρίως δε η φωνή του Νίτσε κηρύττοντος τον υπεράνθρωπον. «Με ρώτησες, λέγει δια του στόματος ενός εξ αυτών, θα πω κι’ εγώ το λόγο μου, αρέσει σου, δε σου αρέσει. Από που ερχόμαστε; ρωτάς· από το χώμα, καπετάν Σήφακα! Που πάμε; ρωτάς· στο χώμα, καπετάν Σήφακα! Ποιο ’ναι το χρέος μας; Να σου το πω εγώ, με λίγα λόγια• Αν είσαι λύκος να τρως· αν είσαι αρνί, να σε τρώνε! Κι’ αν ρωτάς και για Θεό, αφτός είναι ο Μέγας Λύκος· αφτός δα τρώει αρνιά και λύκους συγκόκαλα». Εις τα λόγια αυτά του τέρατος κάποιο άλλο τέρας προσπαθεί να δώση απάντησιν, μειώνουσαν πως την βαρύτητα των εκφράσεων, λέγον, ότι ο Μέγας Λύκος είνε ο Χάρος, όχι ο Θεός, αλλά τούτο λέγεται επίτηδες, δια να δοθή αφορμή εις το πρώτον τέρας και να φωνάξη πλέον καθαρά την αθεΐαν του «Θεός και Χάρος είναι ένα, κουμπάρε! Μα τι να σου κάνω; Το μιαλό σου κουκιά έφαε κουκιά μολογάει...» (Ιδέ σελ. 445).
Καιρός, νομίζω να εγκαταλείψωμεν το βιβλίον. Εμμένοντες εις τας σελίδας τας πλήρεις βορβόρου και δηλητηριωδών αερίων, υπάρχει φόβος να πάθωμεν ασφυξίαν, εάν δεν είμεθα ωπλισμένοι με αντιασφυξιογονικάς προσωπίδας.
Αλλά διατί δεν λέγεται τίποτε και περί του άλλου βιβλίου, όπερ εκυκλοφόρησεν εν γερμανική γλώσση «Ο τελευταίος πειρασμός»; Δεν υπάρχει πλέον άλλος χώρος. Δια τούτο ας αναβάλωμεν τον έλεγχον του βιβλίου τούτου δι’ επόμενον φύλλον. Τόσον δε μόνον εδώ λέγομεν ότι οι αναγνώσαντες αυτό έχουν φρικιάσει προ των γραφόμενων και λέγουν ότι ουδέποτε τοιούτος υβριστής του Θεανθρώπου ενεφανίσθη επί της γης, αφού τολμά ο άθλιος ν’ ανοίξη την καρδίαν του Ιησού μας και να ίδη ότι κατά τας ώρας της αγωνίας Του επί του Σταυρού τίποτε άλλο δεν επόθει παρά μόνον... τα κάλλη των πορνών!!! Κύριε! Συγχώρησόν μας. «Ιδέ επιστολήν Σεβ. Αρχιεπισκόπου Αμερικής κ. Μιχαήλ δημοσιευθείσαν εις το φύλλον της 22 Ιουνίου 1954 της «Εστίας»)…