του Νεκτάριου Δαπέργολα
Διδάκτορος Ιστορίας
Έξαρση της… καζαντζακολαγνείας πάλι εσχάτως, με αφορμή την πρόσφατη συμπλήρωση 60 χρόνων από τον θάνατό του, αλλά φυσικά και την μόλις εμφανισθείσα νέα ταινία του Γιάννη Σμαραγδή. Του γνωστού δηλαδή ατάλαντου «δημιουργού», που εδώ και χρόνια επιμένει να βασανίζει ειδεχθώς τη δύσμοιρη Έβδομη Τέχνη. Και αυτή τη φορά, μετά τις πρωτοφανώς εκείνες άτεχνες ταινίες για τις - σημαντικές πράγματι - μορφές των Ελ Γκρέκο και Ιωάννη Βαρβάκη, σειρά έχει μία άλλη μορφή (άκρως θλιβερή αυτή τη φορά): εκείνη του Νίκου Καζαντζάκη.
Και την αποκαλούμε θλιβερή, γιατί θα μας επιτρέψουν βεβαίως τα πολυπληθή λιβανιστήρια της καθ’ ημάς νεοελληνέζικης πνευματικής χωματερής που στέκουν έκθαμβα μπροστά στον… «οικουμενικό Έλληνα» και τον «κορυφαίο μας συγγραφέα και στοχαστή» (μέχρι για «τον σπουδαιότερο μετά τον Όμηρο», έφτασε στο απίστευτο σημείο να γράψει πρόσφατα κάποιος σε γνωστή αθηνοφυλλάδα) να υπάρχουμε και μερικοί που δεν τον θεωρούμε τίποτε περισσότερο από ένα… κοινό ντενεκέ (που ναι μεν γυαλίζει, ουδεμία ωστόσο σχέση έχει με τον χρυσό). Ένας άνθρωπος που η αναμφίβολη ευφυΐα και η τεράστια κοσμική παιδεία του, αξεδιάλυτα όμως με την απροσμέτρητη έπαρση ενός υπερτροφικού εγωκεντρισμού, τον οδήγησαν δυστυχώς σε ένα συνεχή κατήφορο τερατώδους παραμόρφωσης (προς πλήρη μάλλον επίρρωση της γνωστής πλατωνικής ρήσης ότι «πάσα επιστήμη, χωριζομένη αρετής, πανουργία, ου σοφία φαίνεται»). Ένα τραγικό πλάσμα με συνεχή τρικυμία εν κρανίω, ένα απερινόητα αλλοπρόσαλλο ον, ένας εξεζητημένος επαΐων της πλέον φτιασιδωμένης και υπερτιμημένης, αλλά απολύτως κούφιας και βερμπαλιστικής τελικά υπαρξιστικής αμπελοφιλοσοφίας.
Ο Καζαντζάκης «έπαιξε με όλα, με βουδισμούς, με νιτσεϊσμούς, με χριστιανισμούς, με ό,τι θέλεις», έγραφε με ειλικρινή πόνο ο σπουδαίος μας (και επί σειρά ετών φίλος του) Φώτης Κόντογλου, μαζί με τη διαπίστωση ότι «τα γραφόμενά του είναι κούφια κι ολοένα γίνονται χειρότερα». Καθόλου τυχαία και η αποστροφή που αισθανόταν, όποτε άκουγε γι’ αυτόν, ο Άγιος Παΐσιος, φτάνοντας στο σημείο να ξύνει το χαραγμένο σε βράχο του Σινά όνομά του, για να το εξαφανίσει (θεωρώντας παράταιρο να βρίσκεται το «βδέλυγμα της αθεΐας εν τόπω αγίω»), ή να συμμετέχει προς έκπληξιν πολλών στο μεγάλο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης κατά της βέβηλης ταινίας του Σκορτσέζε. Καθόλου τυχαία και η έντονη δυσφορία που προκαλούσε η μορφή και τα γραπτά του και σε άλλους σημαντικούς αυθεντικά ορθόδοξους αγωνιστές (κληρικούς και λαϊκούς) της Εκκλησίας μας. Καθόλου τυχαία όμως και η αποδοχή του από άλλους ιεράρχες πλανεμένους, ενώ ο διαβόητος οικουμενιστής Αθηναγόρας έφτανε να δηλώνει ότι «τα βιβλία του Καζαντζάκη κοσμούν την Πατριαρχική βιβλιοθήκη».
Από την τραγική «Ασκητική» ως τον ψυχοδιαστροφικά βλάσφημο «Τελευταίο Πειρασμό» και από τον αποτρόπαια πλανεμένο «Φτωχούλη του Θεού» ως τα στερνά γραπτά του και το εωσφορικά εφιαλτικό επίγραμμα του τάφου του, βλέπει κανείς στον Καζαντζάκη μια πορεία ενίοτε παλινδρομήσεων, αλλά γενικά σταθερής και συνεχούς κατάδυσης μέσα σε ολοένα και πιο ερεβώδεις σκιές, βλέπει κανείς ένα «πλανών και πλανώμενο» καταραμένο πνεύμα, που κι όταν κάποτε έδειξε επιφανειακά να πλησιάζει προς το φως, δεν μπόρεσε (και δεν θέλησε) ποτέ του πραγματικά να το αγγίξει. Είχε τη μόρφωση, είχε τις προϋποθέσεις, είχε και τις ευκαιρίες, αλλά η επιλογή του ήταν αυτή: «ουκ ηβουλήθη συνιέναι». Αντίθετα, εκείνο που επέλεξε ήταν να βουλιάξει μέσα στους πλέον σκοτεινούς και δύσοσμους βάλτους της πλάνης, της βλασφημίας και του δαιμονισμού. Αν και φυσικά δεν είναι καθόλου υπερβολή να πει κανείς ότι αυτός πήγε κι ακόμη πιο πέρα, γιατί όσα σκέφτηκε κι έγραψε για τον Χριστό το σκοτισμένο και άρρωστο αυτό μυαλό είναι σίγουρο πως ούτε οι δαίμονες μπορούν να τα διανοηθούν ή τολμούν να τα εκφράσουν.
Αποδείχτηκε έτσι ο Καζαντζάκης ένας μέγας «υιός της απωλείας», που πλην του εαυτού του όμως και πολλούς ακόμη παρέσυρε σ’ αυτή την οδό και χιλιάδες ανθρώπους έβλαψε πνευματικά με τα τόσο προβεβλημένα και πολυδιαβασμένα γραπτά του. Αποδείχτηκε ένα θλιβερό κύμβαλο αλαλάζον πένθιμα κι ένα τραγικό «πουκάμισο αδειανό», που εξαιτίας μάλιστα όλου του συνονθυλεύματος των πεποιθήσεών του, θα μπορούσε δικαιωματικά να θεωρηθεί και εκ των σκαπανέων και προφητών της Νέας Εποχής, ως μέγας μυστικιστικός homo universalis της διαπλανητικής συγκρητιστικής πολτοποίησης του παντός, ένας αυθεντικός συνοδοιπόρος του Χόμπαρντ, της Μπέιλι και της Μπλαβάτσκι, ένας σκοτεινός μύστης που μέσα από την ξεκάθαρα θεοσοφική και μασονική του σκέψη λάτρεψε κι υπηρέτησε αναφανδόν ένα ζοφερό «Θεό» μέσα στο όραμα της παγκόσμιας Πανθρησκείας, ένα «ανήσυχο πνεύμα» και ένας δήθεν «αμφισβητίας» (ο οποίος βέβαια τόσο αμφισβητίας ήταν, που αν ζούσε σήμερα θα ήταν από τους βασικούς πνευματικούς ινστρούχτορες για όλη τη γνωστή νεοταξίτικη πολυπολιτισμική και πολυθρησκειακή ατζέντα).
Δικαίως λοιπόν αποτελεί εδώ και πολλά χρόνια είδωλο κάθε φανατικού οικουμενιστή, κάθε μεταπατερικού ψευδοθεολογούντος και κάθε επιφανειακού ψευδοφιλολογούντος, κάθε θολοκουλτουριάρη αθεϊστή, κάθε μπερδεμένου αγνωστικιστή, κάθε βλακωδώς βαυκαλιζόμενου ως «πολίτη του κόσμου», κάθε εκκλησιομάχου γραικύλου, κάθε ψευτοπροοδευτικού της κακιάς ώρας και κάθε άλλου αφελληνισμένου φελλού. Αφελληνισμένου, γιατί ούτως ή άλλως κι ετούτος ο δήθεν «κορυφαίος» και «οικουμενικός Έλληνας», πέραν της ρηχής επιφάνειας κάποιων τύπων, δεν είχε στην πραγματικότητα καμία ουσιαστική και ζωντανή σχέση κι επαφή με την αυθεντική Ελλάδα της αείποτε ζώσας και ζήδωρης ελληνορθόδοξης διαχρονίας. Δικαίως επίσης οι ύμνοι της αναγνώρισης κλιμακώνονται ολοένα και περισσότερο σε μια εποχή τεχνητής συγκρητιστικής σύγχυσης που ταιριάζει ζηλευτά στη ζοφερά ταραγμένη του σκέψη. Είναι και αυτό απλούστατα άλλο ένα από τα πολύ φυσιολογικά «σημεία των καιρών»…